Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010


Παναγιώτης Νέλλας:

Ὁ Θάνατος τοῦ Θεοῦ καί Ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου



θάνατος το Θεο εναι να πό τά κεντρικά θέματα χι μόνο τς σύγχρονης δυτικς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας, λλά καί τς διας τς θεολογίας. Τά τελευταα χρόνια γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες σχετικές μ ατό, νέβηκαν ργα στό θέατρο, γυρίσθηκαν ταινίες, τό θέμα ξέφυγε πό τά μελετητήρια τν εδικν καί πασχολε τό ερύτερο κοινό. Τό σύντομο ατό δοκίμιο χει σκοπό νά δώσει, στήν ρχή μιά γενική νημέρωση καί μιά ρμηνεία γιά τό φαινόμενο, καί νά προσπαθήσει στή συνέχεια, φο τό τοποθετήσει μέ βάση τά ρθόδοξα κριτήρια, νά σκιαγραφήσει τή συμβολή, πού θά μποροσε νά προσφέρει ρθοδοξία συμμετέχοντας στή σχετική συζήτηση.

Στό χρο τς φιλοσοφίας τό θέμα ρχίζει μέ τό Nietzsche, γιά τόν ποο, πως εναι γνωστό, θάνατος το Θεο ποκαλύπτεται καί ταυτόχρονα εναι ταυτόσημος μέ τήν νατροπή λων τν ξιν, λόκληρης τς περαισθητς περιοχς σύμπαντος το κόσμου τν δεν καί τν δανικν. Μοναδική καί ψιστη ξία μένει γιά τό Nietzsche νθρωπος, περάνθρωπος″: «Πο εναι Θεός;» Γράφει δη στά 1882. «Θά σς τό π γώ. Τόν σκοτώσαμε. μες λοι εμαστε ο φονιάδες του... Θεός εναι νεκρός... Θεός θά μείνει νεκρός. Τί λλο εναι ο κκλησίες παρά ο τάφοι καί τά μνήματα το Θεο

Nietzsche στήν ποχή του ναγκάζεται νά βάλει τά λόγια ατά στό στόμα νός τρελο νθρώπου. λλά Sartre παναλαμβάνει μέ πλήρη νεση τό διο κήρυγμα κατά τήν ναρξη το Β’ παγκοσμίου πολέμου, μιλώντας σέ μιά δημόσια συγκέντρωση στή Γενεύη: «Κύριοι, Θεός πέθανε. Σς ναγγέλλω, κύριοι, τό θάνατο το Θεο

Τό τί σημαίνει γιά τήν θεη παρξιακή φιλοσοφία θάνατος το Θεο, μς τό ποκαλύπτει μέ νάργεια ντίστοιχη λογοτεχνία. φο δέν πάρχει Θεός, ρα δέν πάρχει παρά βιολογική ζωή. Μέ διονυσιακή γαλλίαση Camus μνε στά πρτα του ργα τό μεγαλεο καί τή χαρά ατς τς ζως τήν μορφιά πού κλείνει μέσα της μιά ζεστή μέρα στήν κροθαλασσιά, μιά χειμωνιάτικη νύχτα, πού οκογένεια εναι μαζεμένη γύρω στή φωτιά. λλά βιολογική ζωή εναι ν φθορ ζωή″ καί διος Camus σο προχωρε, νακαλύπτει μέσα στή ζωή τό σαράκι ατό τς φθορς, πού κλέβει τή χαρά, πού πομυζ τήν οσία καί φήνει νούσια καί νόητη τή ζωή, πού δημιουργε μέσα στόν νθρωπο τήν ασθηση το χάους καί το κενο, πράγμα πού τόσο ντονα περιγράφεται στόν «Ξένο», καί πού Sartre μέ τόση πιτυχία νομάζει στό μόνυμο ργο του «Ναυτία».

παρξιστής νθρωπος νοιώθει τό θάνατο χι σάν κάτι μακρινό, κάτι πού τόν περιμένει στό τέλος τς ζως του, λλά σάν κάτι πού βρίσκεται μέσα του. δαμόκλεια σπάθη το θανάτου κρέμεται διάκοπα πάνω του καί μέσα του, κρωτηριάζει τά νειρά του, κόβει στή μέση τίς πιό εγενικές προσπάθειές του, περιορίζει σφυκτικά τά ρια τς παρξής του, εναι, πως λέει Camus, νας Σίσυφος, πού γωνίζεται νά νεβάσει ς τήν κορυφή το βουνο τήν πολύτιμη πέτρα τς ζως του καί, μόλις κοντεύει νά φτάσει στό τέρμα, πέτρα το φεύγει καί κατρακυλάει πάλι στό βυθό. Ασθάνεται γκαταλειμμένος καί ρημος. Καταδικασμένος νά βλέπει, καταλαβαίνει καί συνειδητοποιε τι ζε τό παράλογο. Heidegger μολογε τι βρίσκεται, χωρίς νά τό πιδιώξει, ριγμένος καί γκαταλειμμένος σ να καντόνι το σύμπαντος, ποχρεωμένος νά ζε.

Μέ τή γεύση ατή το κενο στήν ψυχή, σύγχρονος νθρωπος βρίσκεται μπροστά στό καθιερωμένο πό αἰῶνες κήρυγμα το μεταγενεστέρου δυτικο Χριστιανισμο, πού προσφέρει ς λύση στήν ταλαιπωρία τς πίγειας ζως τήν πόσχεση γιά τή μακαριότητα τς μετά θάνατο ζως, πού θεωρε ατή δ τή ζωή σχεδόν ποκλειστικά σάν τό χρο, στόν ποο μέ τά ργα (Ρωμαιοκαθολικοί) τήν πίστη (Προτεστάντες), γίνεται δέ γίνεται κανείς ξιος νά κληρονομήσει τήν αωνιότητα.

Μπροστά μως στήν ποψη ατή, πού διακρίνει περβολικά τό χρόνο πό τήν αωνιότητα, τή γήινη πό τήν οράνια ζωή, καί σχετικοποιε πελπιστικά τή σημασία τς πρώτης, σύγχρονος νθρωπος στέκεται μέ ποτροπιασμό. «ν πάρχει μιά μαρτία κατά τς ζως», γράφει Camus, «δέν εναι τόσο τό νά πελπιστομε, πό ατή, σο τό νά λπίσουμε σέ μιάν λλη ζωή, τό νά φήσουμε νά ξεκλέψει τήν γάπη μας γιά τή συγκεκριμένη ζωή τό νελέητο μεγαλεο μις δθεν αώνιας ζως». Καί στό νομα τς καθημερινς, χειροπιαστς ζως, Camus ρνεται νά πιστέψει σέ μιάν λλη, ραία στω καί αώνια, λλά πάντως λλη ζωή.

Sartre εναι στό σημεο ατό περισσότερο πόλυτος. πίστη σέ μιά λλη ζωή, λέει, εναι κριβς κείνη πού φέρνει τό θάνατο σ ατήν δ καί σοδυναμε μέ ατοκτονία. Καί, προωθώντας τήν μφισβήτησή του ς τόν διο τό Θεό, ποστηρίζει τι νας Θεός, πού δέν παίρνει στά σοβαρά ατήν δ τή ζωή το νθρώπου, πού δέν νδιαφέρεται γιά τά συγκεκριμένα στορικά προβλήματά του, λλά πού ποβιβάζει τόν νθρώπινο βίο σέ μιά περίοδο ξιλασμο καί κανοποιήσεως τς θείας δικαιοσύνης, μπορε βέβαια νά εναι δίκαιος, λλά δέν εναι σφαλς φιλάνθρωπος Θεός. Εναι νας πατέρας γωιστής καί σαδιστής, πού ρέσκεται νά βλέπει τό τέκνο του νά βασανίζεται καί νά κλιπαρε γιά νά χει διος τή χαρά νά το προσφέρει, ποτε ατός θελήσει, τή σωτηρία. λλά μιά τέτοια σωτηρία εναι γιά τό σύγχρονο, νήλικο πως ατοχαρακτηρίζεται νθρωπο, παράδεκτη καί νας τέτοιος πατέρας εναι χρηστος. Εναι προτιμότερο, κατά τήν ποψη ατή, γιά τό παιδί, νά κόψει κάθε σχέση μέ τόν πατέρα καί νά προσπαθήσει νά σωθε μόνο του. Γι ατό καί Sartre πού δέν χει γνωρίσει τή διδασκαλία τς ρθόδοξης νατολικς κκλησίας, γιά τή θεανθρώπινη συνεργία, σύμφωνα μέ τήν ποία πίστη δέν καταπιέζει, λλά ναπτύσσει καί λοκληρώνει τόν νθρωπο, τονίζει κατηγορηματικά τι πίστη στό δίκαιο λλά σαδιστή Θεό ποβιβάζει, ξευτελίζει καί ψευτίζει τόν νθρωπο.

Συνέπεια λογική τς τοποθέτησης ατς εναι τι γιά νά πάρξει λεύθερος καί γνήσιος νθρωπος πρέπει νά μήν πάρχει Θεός. Στό φοβερό ργο του πού χει τόν ερωνικό τίτλο « διάβολος καί θεούλης», κεντρικός ρωας, μετά πό μιά ναγώνια ναζήτηση τς ετυχίας κοντά στό διάβολο καί κοντά στό Θεό παρουσιάζεται νά συμπεραίνει: «γώ πάρχω... μόνος γώ. κέτευα λον ατό τόν καιρό γιά να σημεο, λλά δέν πρα καμία πάντηση. Ορανός γνοε κόμα καί τό νομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμή τί μποροσα νά εμαι γώ στά μάτια το Θεο. Τώρα τό ξέρω: Τίποτε. Θεός δέν μέ βλέπει, Θεός δέν μέ κούει. Θεός δέν μέ ξέρει. Βλέπεις ατό τό κενό πάνω πό τά κεφάλια μας; εναι Θεός. Ατό τό φάγωμα στήν πόρτα; εναι Θεός. Ατή τήν τρύπα στή γ; εναι Θεός. σιωπή, εναι Θεός. πουσία, εναι Θεός. μοναξιά τν νθρώπων, ατό εναι Θεός. λον ατό τόν καιρό δέν πρχα παρά γώ. γώ ποφάσισα τό κακό. γώ μόνος μου βρκα τό καλό. γώ μάρτησα. γώ κανα τίς καλοσύνες πού κανα. γώ σήμερα κατηγορ τόν αυτό μου καί γώ μόνος μου μπορ νά τόν συγχωρήσω. γώ νθρωπος. ν Θεός πάρχει νθρωπος εναι μηδέν. λλά δέν πάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρς. λληλούια. Δέν πάρχει Θεός.» Καί βλέποντας τή Χίλντα, μιά γυναίκα, πού πιό πρίν δέν τολμοσε οτε ν τενίσει γιά τό φόβο τς μαρτίας, νά μπαίνει στή σκηνή, τήν πιάνει πό τά χέρια φωνάζοντάς της: « Θεός πέθανε. Δέν χουμε πλέον μάρτυρα. Μόνος μπορ νά βλέπω τά μαλλιά καί τό μέτωπό σου. ! πς εσαι μπροστά μου ληθινή, πό τή στιγμή πού δέν πάρχει Θεός. πί τέλους εμαστε μόνοι».

Τά κείμενα ατά δείχνουν μέ σαφήνεια πώς τό μεγαλύτερο τμμα τς σύγχρονης παρξιακς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας προσπαθε νά καταξιώσει τόν νθρωπο νεξάρτητα καί νάντια στό Θεό, πράγμα πού φείλεται, πως εδαμε, στή λαθεμένη ντίληψη τι Θεός δέν νδιαφέρεται καί δέν γαπ, λλά τιμωρε καί ξουθενώνει τόν νθρωπο. Καί δέν εναι χωρίς σημασία τό γεγονός τι τά κείμενα ατά εναι κριβς κενα, πού θρεψαν τή νέα ερωπαϊκή γενιά. Στήν μερική πάλι, δια ντίδραση κατά το Θεο τν σημερινν χριστιανν καί τς σύγχρονης συμβατικς θρησκευτικς ζως παρουσιάστηκε, κυρίως κατά τήν προηγούμενη δεκαετία, κατά τρόπο πολύ πιό, θά λέγαμε, βιολογικό, μέ τήν παναστατημένη νεολαία πού φωνάζει: «Κύριοι, Θεός γιά τόν ποο μς μιλτε δέν ζε. Καί δια ζωή σας εναι νεκρή. νας Θεός πού δέν γγίζει τήν παρξή μας, πού δέν χει σχέση μέ τό σμα μας, μς εναι χρηστος. μες θά μπορούσαμε νά παραδεχθομε τόν ησο, πού μίλησε γιά τήν γάπη. δικός σας Θεός εναι πλς χρήσιμος, γιατί σς βολεύει. Τόν χρησιμοποιετε που θέλετε. πως μες χρησιμοποιομε τή μαριχουάνα. ν πάρχει Θεός ς ρθει νά μς βρε δ πού εμαστε. λλοις δέν πάρχει Θεός.»

πρόκληση ατή το συγχρόνου νθρώπου φερε, πως ταν φυσικό, ναστάτωση στήν Καθολική καί Προτεσταντική κκλησία. Καί δυτική θεολογία προσπάθησε νά παντήσει. Τό λπιδοφόρο μως κίνημα μερικν Γάλλων κυρίως θεολόγων νά ξαναγυρίσουν στίς πηγές καί, τοποθετώντας στό κέντρο τν θεολογικν τους ναζητήσεων τήν ννοια τς ερς στορίας, νά δημιουργήσουν μιά βιβλική, λειτουργική καί πατερική νανέωση βάθους, δέν μπόρεσε νά πιβληθε. κίνηση ατή φαίνεται τι μάλλον ξεπεράστηκε πό τούς μοντερνιστές, πού, παρασυρμένοι πό τά σύγχρονα ρεύματα, προσκολλήθηκαν στήν πιφάνεια καί δημιούργησαν, ντίστοιχη πρός τή φιλοσοφία καί τή λογοτεχνία, τή λεγόμενη ″θεολογία το θανάτου το Θεο″.

Δυό εναι ο βασικές κατευθύνσεις τς σχολς ατς: Πρώτη γραμμή το Bultmann οποος, πηρεασμένος βασικά πό τόν Heidegger βλέπει τήν οσία το Χριστιανισμο στή σχέση το Θεο μέ τόν νθρωπο, σχέση ποία καί φέρνει , καλύτερα, ποία εναι σωτηρία. στορική διάσταση το Χριστιανισμο ρχεται, στήν τοποθέτηση ατή, σέ ντελς δεύτερη μοίρα, στορικός ησος, ζωή, τά θαύματα, δια νάσταση το Χριστο εναι μύθος, μιά δηλαδή πό τίς πολλές κφράσεις πού μπορον νά περιβάλλουν τήν οσία, καί φο σήμερα κφραση, γλώσσα το κόσμου, πολιτισμός, χει λλάξει, εναι νάγκη νά λλάξει καί κφραση τς οσίας το Χριστιανισμο. Πρόκειται γιά τήν περίφημη θεωρία τς ″πομυθεύσεως″.

Τίς κραες συνέπειες τς γραμμς ατς ποκαλύπτει καί ποστηρίζει δεύτερη κατεύθυνση, σύμφωνα μέ τήν ποία γιά νά μπορέσει κκλησία νά προσεγγίσει τόν κκοσμικευμένο νθρωπο τς σημερινς ποχς, εναι νάγκη νά θέσει μερικά θεμελιώδη ρωτήματα πάνω στή ννοια το Θεο, νά φθάσει νά διερωτηθε σοβαρά γιά τήν πραγματικότητα τν μυστηρίων καί τς κκλησίας, νά ντιμετωπίσει τό θεμελιακό ρώτημα, μήπως Θεός δέν βρίσκεται πλέον στίς σκέψεις καί τίς περιγραφές πού δίνει τό Εαγγέλιο, καί στίς δέες-δόγματα τς κκλησίας, λλά στήν πραγματικότητα το κόσμου, μήπως δηλαδή τό πραγματικότερο μυστήριο σήμερα, τό ληθινό ργο το λαο, σύγχρονη χριστιανική λειτουργία (λαο-ργον) πρέπει νά εναι χι θεία Εχαριστία, λλά πρός τόν πλησίον γάπη, πολιτική καί συνδικαλισμός. Γύρω πό ατή τήν προβληματική γράφτηκαν βιβλία μέ τούς χαρακτηριστικούς τίτλους «Θεός χωρίς Θεό», «Τό Εαγγέλιο το θεου Χριστιανισμο», « νέα οσία το Χριστιανισμο», « θάνατος το Θεο καί πολιτισμός τς μεταχριστιανικς ποχς» κ. .

Πρός στό πολύπλευρο καί πολυσήμαντο ατό φαινόμενο το ″θανάτου το Θεο″ ποιά μπορε ραγε νά εναι στάση τς ρθόδοξης κκλησίας τς νατολς; πως σέ κάθε θέμα, δέν μπορε παρά νά εναι καί δ ταυτόχρονα κριτική καί οκοδομητική.

Προσπαθώντας νά ρμηνεύσει ρθόδοξος μελετητής τό φαινόμενο το θεου ομανισμο, διαπιστώνει τι πρόκειται στήν οσία γιά τό μάρτημα το δάμ καί τι διαδικασία νάπτυξης το σύγχρονου θεϊσμο παναλαμβάνει, πως ποκαλύπτουν τά δια τά κείμενά του, στίς κεντρικές γραμμές τή διαδικασία τς πτώσεως.

γία Γραφή διδάσκει πράγματι τι Θεός πλασε τόν δάμ καί το δωσε τόν προορισμό νά νωθε μαζί Του. σκοπός το νθρώπου ταν νά ψωθε σέ Θεάνθρωπο. Γιά νά γίνει ατό, πρεπε δάμ νά προσανατολισθε σωστά, νά τοποθετηθε θετικά μπροστά στό Θεό καί νά βαδίσει τό δρόμο πού δηγοσε σ Ατόν. λλά διάβολος κατόρθωσε νά τόν πείσει τι Θεός τόν ζηλεύει καί θέλει νά τόν κρατ δολο Του καί τσι τόν κίνησε σέ νταρσία, τόν παρέσυρε σ ναν λλο δρόμο, πού θά τόν δηγοσε δθεν μέσως καί θά τόν κανε τόν διο καί κατά τρόπο ατόνομο Θεό. δρόμος μως ατός ταν οσιαστικά νύπαρκτος καί τσι λλαγή πορείας το δάμ δέν ταν στήν πραγματικότητα παρά νας κτροχιασμός, μιά συντριβή στό κενό. Μακριά πό τό χρο στόν ποο κούγεται ζωηφόρος Λόγος το Θεο, στή χώρα τς ν-πακος, νθρωπος βρέθηκε πλέον καί μακριά πό τήν ληθινή ζωή. χασε τήν ″πνοή τς ζως″, πού το δωσε κατά τή δημιουργία Θεός. Ξανάγινε πάλι ″χος πό τς γς″, ξέπεσε στήν πλή βιολογική, τήν ν φθορ ζωή, πού εναι θάνατος. ζόφος καί τό σκοτάδι, κυριαρχία τν νστίκτων, τό γχος τς ατοσυντηρήσεως κάνει στό ξς, μακριά πό τό Θεό, τόν νθρωπο ποκρουστικό καί χθρό τόν να γιά τόν λλο. Κάϊν σκοτώνει τόν βελ καί νθρωπιστής Sartre νακαλύπτει μέ φρίκη τι «ο λλοι εναι κόλασή του».

παγγελία το ατονόμου νθρωπισμο ποδεικνύεται μέ τόν τρόπο ατό πώς εναι διαβολική πρόκληση πού κάνει τόν νθρωπο νά ξορίσει πό τόν κόσμο του τό Θεό: «Θέλω νθρώπους παντο, γύρω μου, πάνω μου, νθρώπους πού νά μο κρύβουν τόν ορανό» (Sartre). Τό διώξιμο μως το Θεο φήνει ναπόφευκτα στόν κόσμο να φρικαλέο κενό: «Σκότωσα τό Θεό, γιατί μέ χώριζε πό τούς νθρώπους, λλά νά πού θάνατός του κάνει τελεσίδικο τό χωρισμό» (Sartre).

φιλάνθρωπη διάθεση το γιατρο τς «Πανούκλας» (Camus) παραχωρε τσι γρήγορα τή θέση της στόν διάφορο γιά λους καί λα «Ξένο». περιγραφή το μακάβριου κενο το θανάτου λοκληρώνεται στό «Νεκροί χωρίς τάφο». ν ποσύνθεση τς ζως ποκαλύπτεται σ λη της τήν τραγικότητα σέ ργα σάν τόν «Τεχο» καί τό «Περιμένοντας τόν Γκοντό».

«Τί μέρα εναι σήμερα;» ρωτάει νας λήτης στό ργο ατό.
- «Πέμπτη.
- Πέμπτη επε τι θά ρθει.
- Κι ν σήμερα εναι Παρασκευή;
- Μπορε νά ναι καί Τρίτη.
- Τί λές, ξαναρχόμαστε αριο;
- Ναί, λλά νά φέρουμε καί τό σχοινί.
- Κι ν δέν ρθει;
- Θά κρεμαστομε.
- ν ρθει;
- Θά σωθομε».

Καί σέ λίγο:
- «Εμαστε νεξάντλητοι», λέει νας.
- «Γιά νά μή σκεφτόμαστε», ποκρίνεται λλος.
- «λο καί βρίσκουμε κάτι πού μς δίνει τήν ντύπωση πώς πάρχουμε»!
- «πάρχουμε, πάλι πάρχουμε, ατή προαιώνια δυστυχία»!...
«Καί λο λένε νά φύγουν», σημειώνει κριτικός, «καί λο κάθονται κε, στό δειο μέρος. λλωστε καί νά φύγουν καί πού μένουν δέν χει νόημα. Εναι τό διο. Γιατί τίποτε δέν πρόκειται νά λλάξει. Κι λλο δέν πάρχει παρά κίνητος θάνατος, κι δ δέν πάρχει παρά θανάσιμη κινησία».

τσι γίνεται φανερό τι στήν προσπάθειά τους νά σκοτώσουν τό Θεό, δάμ καί ο σύγχρονοι θεϊστές δέν κατορθώνουν παρά νά σκοτώσουν τόν νθρωπο. πομακρύνοντας πό τήν κοινωνία τους τό Θεό, χάνουν τό κέντρο τς ζως τους, μένουν νέστιοι, ρημοι καί νεκροί. Τά δια τά κείμενά τους, ν μιλνε γιά τό θάνατο το Θεο δέν ποδεικνύουν στήν πραγματικότητα παρά τό θάνατο το νθρώπου. Φαίνεται πώς τό ρώτημα «νά ζε κανείς νά μή ζε» βρκε πάντηση στήν ποχή μας: Νά ζε κανείς καί νά μή ζε.

Σέ ,τι φορ τώρα τήν προσπάθεια τς δυτικς θεολογίας νά λύσει τό ξύ περί Θεο πρόβλημα, ρθόδοξος μελετητής βρίσκεται στήν νάγκη νά μολογήσει μέ ελικρίνεια πόσο συμπαθής το εναι προσπάθεια ατή λλά καί πόσο νεπιτυχής καί πικίνδυνη ποκαλύπτεται, στό φς τς ρθόδοξης παράδοσης, λύση πού δίνεται.

Τό νά μιλήσει πράγματι θεολόγος τή γλώσσα τς ποχς του εναι καθκον πρωταρχικό. μεταγλώττιση το κηρύγματος εναι δικαίωμα ναφαίρετο πού τό χάρισε μέ τόν Παλο Χριστός στήν κάθε ποχή καί πού τό πιβεβαίωσε πράξη τν Πατέρων το Δ’ καί το ΙΔ’ αώνα. λλά καί πιστότητα στήν στορικότητα το Χριστο, στό γεγονός δηλαδή τι Λόγος το Θεο γινε ληθινά καί πραγματικά νθρωπος τόν καιρό το Καίσαρος Αγούστου καί τι σταυρώθηκε, πέθανε καί ναστήθηκε καί, μολονότι ναλήφθηκε, συνεχίζει νά βρίσκεται ληθινά καί πραγματικά, στορικά, μέ τά μυστήρια μέσα στήν κκλησία, ποία ποτελε στούς αἰῶνες τό στορικό σμα του, ποτελε τόν πυρήνα το χριστιανισμο. Καί ατόν τόν πυρήνα κινδυνεύουν νά ρνηθον ο δυτικοί θεολόγοι τς σχολς το θανάτου το Θεο. Στήν καλοπροαίρετη καί εγενική προσπάθειά τους νά προσεγγίσουν τόν θρησκο σημερινό νθρωπο, ντί νά κατέβουν στήν οσία καί νά προσφέρουν στόν νθρωπο τόν ληθινό Θεό, βγαίνουν στήν πιφάνεια, γκαταλείπουν διαδοχικά καί ο διοι τή θρησκεία, τήν κκλησία, τό Χριστό, φθάνουν σ να Θεό χωρίς Χριστό, σ να Θεό σαρκο , σέ μιάν δέα, πού μπορε βέβαια νά εναι νας κάποιος φιλοσοφικός Θεός, λλά δέν εναι Θεός το βραάμ, το σαάκ καί το ακώβ, Θεός πού σώζει. τσι θεολογία ατή μπορε νά εναι πίκαιρη, λλά δέν εναι κήρυγμα σωτηρίας καί παρόλη τή συμπάθεια πού μπορε νά τρέφει νας ρθόδοξος γιά τίς προθέσεις της, δέν μπορε παρά νά τονίσει τι, ν τελικά πικρατήσει στή Δύση, θά σημάνει ναπόφευκτα τό στορικό τέλος το δυτικο χριστιανισμο.

κτός μως πό ατό τό βασικό κίνδυνο πρέπει νά τονισθε πώς θεολογία τς σχολς ατς εναι νίκανη νά συζητήσει στήν οσία μέ τόν θεϊσμό. Καί τοτο, πειδή λύση τήν ποία προσφέρει εναι πιφανειακή καί θεωρητική, δέν γγίζει τήν οσία τν πραγμάτων καί δέν αρει οτε στό παραμικρό τίς οσιώδεις περί Θεο καί νθρώπου παρεξηγήσεις, πού δήγησαν στήν κατά το Θεο πανάσταση το ομανισμο.

Τό σύγχρονο παρξιακό κίνημα ζητάει κατά τρόπο πίμονο καί πόλυτο να ξιοπρεπές νόημα γιά τή ζωή καί ναν ξιοπρεπή προορισμό γιά τόν νθρωπο. λλά θεολογία το θανάτου το Θεο, ντί νά νεβάζει τόν νθρωπο, κκοσμικεύει τό Θεό καί τσι ναπόφευκτα ποβιβάζει κόμα περισσότερο τόν νθρωπο. Στό φαλο κύκλο πού δημιουργεται, κίνηση εναι φυγόκεντρη καί πομακρύνει λο καί περισσότερο τή δυτική σκέψη, φιλοσοφική καί θεολογική, πό τήν πραγματικότητα τς σωτηρίας πού εναι στορική νασυγκρότηση καί νάσταση το νθρώπου, δηλαδή νοηματοποίηση, νοποίηση καί θανατοποίηση τς μις καί μοναδικς πίγειας μαζί καί οράνιας ζως του.

Στό σημεο ατό ποκαλύπτεται κεντρική δυναμία τς δυτικς σκέψης, δηλαδή χωρισμός καί ντίθεση νάμεσα στό στορικό καί τό περβατικό, τό πίγειο καί τό οράνιο, τό χρονικό καί τό αώνιο. σα επαμε ς δ δειξαν τι μεταγενέστερη δυτική θεολογία ποτίμησε τό στορικό γιά χάρη το περβατικο, τι ομανισμός, φθάνοντας στό λλο κρο πέρριψε τό περβατικό γιά νά διασώσει τό στορικό, καί τι μοντέρνα δυτική θεολογία, γιά νά πλησιάσει τόν ομανισμό, κηρύττει να νέο σχεδόν ξ λοκλήρου κκοσμικευμένο Θεό. λλά τσι πομάκρυνση εναι μεγάλη καί νάγκη γιά τήν παρέμβαση τς ρθοδοξίας ποκαλύπτεται μεση.




Ποιά μως θά μποροσε νά εναι συμβολή τς ρθοδοξίας στή λύση το προβλήματος ατο; Τά ρια νός δοκιμίου δέν πιτρέπουν νά δοθε στό ρώτημα πλήρης καί διεξοδική πάντηση. Μετά τήν παρουσίαση καί τήν ρμηνεία το φαινομένου, κενο πού μπορε νά γίνει στή συνέχεια εναι νά προσδιορίσουμε μιά νέα κατεύθυνση λύσεως, μιά νέα προοπτική μέσα στήν ποία τό πρόβλημα εναι νά κατανοηθε πληρέστερα καί νά λυθε νετότερα, νά πογραμμίσουμε δηλαδή μερικές βασικές καί ναγκαες γιά τή λύση το προβλήματος προϋποθέσεις.

νέα ατή προοπτική πού προτείνει ρθοδοξία, μπορε πό τήν ρχή νά χαρακτηριστε χι σάν κλασματική καί ποσπασματική, λλά ς συνθετική καί καθολική. Στήν προοπτική ατή τά πράγματα ντί νά χωρίζονται νά ντιδιαστέλλονται, λληλοσυμπληρώνονται καί νώνονται. Ατό φαίνεται καθαρά καί στά τρία ντιθετικά ζεύγη, αωνιότης χρόνος, μέλλουσα παρούσα ζωή, Θεός νθρωπος, πού πως εδαμε βρίσκονται στή ρίζα το προβλήματος το θανάτου το Θεο καί ταλαιπωρον τίς τελευταες δεκαετίες τή Δύση. Γιά τή Δύσι ταλαιπωρία ατή εναι φυσική καί ναπόφευκτη, γιατί πό τή στιγμή πού ο πραγματικότητες πού ποτελον τά παραπάνω ζεύγη χωριστον καί τοποθετηθον μπροστά στόν νθρωπο ντιθετικά, χάνουν τή γνησιότητά τους, μετατρέπονται σέ δυό φοβερές χοάνες, τσι στε σέ ποιαδήποτε κι ν προτιμήσει νά πέσει νθρωπος, καταποντίζεται.

ν στήν ρθόδοξη προοπτική ο πραγματικότητες ατές συνυπάρχουν, μιά προσδιορίζει τήν λλη καί ταυτόχρονα λοκληρώνεται πό τήν λλη.

Γιάννης Ξενάκης λεγε πρό καιρο τι να πό τά μεγαλύτερα προβλήματα πού ντιμετωπίζει στή σύνθεση τς μουσικς του εναι μονοδιάστατη ντίληψη το χρόνου πού διαθέτουμε, εθύγραμμος χωρισμός το χρόνου σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Καί διαλογιζόταν ποιές καινούργιες προοπτικές θά νοίγονταν στή μουσική, λλά καί στίς πόλοιπες δημιουργίες το νθρώπου, ν μποροσε νά πάρξει μιά λλη ντίληψη το χρόνου πού θά ξεπερνοσε ατό τό γνωστό μας σχμα. λλά λλη ατή ντίληψη πάρχει. χρόνος στόν ποο τελεται θεία Λειτουργία χει μέσα του πραγματικά νεργό τόσο τό παρελθόν, σο τό παρόν καί τό μέλλον. Μέσα στήν ρθόδοξη παράδοση τό νόημα το χρόνου βρίσκεται κριβς στό τι προσδιορίζει, κάνει συγκεκριμένη καί ποκαλύπτει τήν αωνιότητα, ν πό τό λλο μέρος αωνιότης λοκληρώνει τό χρόνο, ποτελε τό τέλος του, δηλαδή τό σκοπό καί τό περιεχόμενό του.

σχέση ατή ποκαλύπτεται μέ μεγαλύτερη σαφήνεια στό δεύτερο ζεγος, σέ ,τι δηλαδή φορ τή μέλλουσα καί τήν παρούσα ζωή το νθρώπου. Γιά τήν ρθοδοξία ζωή το νθρώπου εναι μία καί νιαία, εναι ζωή νός καί το ατο προσώπου, τό ποο ρχίζει νά πάρχει δ καί συνεχίζει νά πάρχει χωρίς καμιά διακοπή στόν ορανό. τσι μέλλουσα ζωή δέν συνθλίβει οτε σχετικοποιε τήν παρούσα, λλά ντίθετα, τς δίνει νόημα καί συνέχεια, φο ,τι κάνουμε σ ατή τή ζωή δέν εναι τυχαο καί ποσπασματικό, λλά εναι κάτι πού προορίζεται νά μείνει καί στήν λλη. Ατή εναι καί ποψη τς γίας Γραφς, κατά τήν ποία νθρωπος δέν εναι μιά ψυχή φυλακισμένη σ να σμα, δηλαδή μιά ψυχή πού θά ρχίσει νά ζε ταν λευθερωθε πό τό σμα, λλά να πρόσωπο πού ρχίζει νά ζε μιά χρονική στιγμή καί καλεται νά μήν πεθάνει, λλά νά ζήσει αώνια. Ψυχή, πως εναι γνωστό, σημαίνει στή γλώσσα τς γίας Γραφς, ζωή ληθινή καί αώνια καί τό «τί φεληθήσεται νθρωπος άν τόν κόσμον λον κερδίσ τήν δέ ψυχήν ατο ζημιωθ» σημαίνει κριβς «τί θά φεληθε νας νθρωπος ν κερδίσει λο τόν κόσμο καί χάσει τή ζωή του;» «τί ντάλλαγμα μπορε νά δώσει κανείς σ ναν νθρωπο γιά νά πάρει τή ζωή του;»

τσι ντίδραση το Camus στό νά δεχθε τή μέλλουσα ζωή, πού εδαμε τι φείλεται στό γεγονός πώς δέν βλέπει νά πάρχει καμιά σχέση νάμεσα σ ατή καί σέ τούτη δ τή ζωή, γίνεται φανερό τι στήν προοπτική ατή αρεται. Εναι μάλιστα πό τήν ποψη ατή χαρακτηριστική ναφώνησή του ταν διάβασε τό βιβλίο το Λόσσκυ, « μυστική θεολογία τς κκλησίας τς νατολς»: «πί τέλους τώρα μπορομε νά συζητήσουμε μέ τό Χριστιανισμό».

ποτελεσματικότητα τς καθολικς ατς ρθόδοξης προοπτικς εναι φανερή καί στήν ρση το τρίτου ντιθετικο ζεύγους, στήν κατάργηση τς ντιδικίας νάμεσα στό Θεό καί τόν νθρωπο. σχετική διδασκαλία τν ρθόδοξων Πατέρων τς νατολς θεωρε τόν νθρωπο ς τήν «δόξα», δηλαδή τή φανέρωση καί τήν εκόνα το Θεο, πράγμα πού σημαίνει τι νθρωπος εναι γιά τήν ρθοδοξία ληθινά καί πραγματικά ν χρόν ποκάλυψη το Θεο, λλά ταυτόχρονα καί τι νθρωπος δέ βρίσκει τήν λοκλήρωση καί τήν πληρότητά του παρά μόνο στό Θεό. Τό τι Θεός πλασε τόν νθρωπο «κατ εκόνα Του» σημαίνει γιά τούς ρθόδοξους Πατέρες τι τόν πλασε μέ τόν προορισμό νά νωθε μαζί Του. νθρωπος, λέει Μ. Βασίλειος, εναι «Θεός κεκελευσμένος». Τείνει πρός τό Θεό, καλεται νά ψωθε ς τό Θεό, νά γίνει θεάνθρωπος. «Καί γάρ διά τόν καινόν νθρωπον» (τόν Θεάνθρωπο), γράφει Νικόλαος Καβάσιλας, συζητώντας τόν ΙΔ’ αώνα μέ τούς νθρωπιστές, «νθρώπου φύσις συνέστη τό ξ ρχς.καί νος καί πιθυμία πρός κενον κατεσκευάσθη. Καί λογισμόν λάβομεν, να τόν Χριστόν γινώσκωμεν.πιθυμίαν, να πρός κενον τρέχωμεν. Μνήμην σχομεν ν κενον φέρωμεν, πεί καί δημιουργημένοις Ατός ρχέτυπον ν». Ατός εναι λόγος γιά τόν ποο κατά τόν διο Πατέρα, Θεάνθρωπος εναι τό ψιστο «κατάλυμα τν νθρωπίνων ρώτων», τό σχατο καί τό κρότατο τν φετν. τσι Θεάνθρωπος, πού, ντί νά χωρίζει νώνει ποστατικά, σύγχυτα, καί διαίρετα, τό Θεό καί τόν νθρωπο, εναι καλύτερη ποκάλυψη καί το νθρώπου καί το Θεο, τό κλειδί γιά τήν κατανόηση λοκλήρου το ρθόδοξου Χριστιανισμο. Θεάνθρωπος Χριστός λοκληρώνει τόν νθρωπο, ποκαλύπτει τό Θεό, εναι τελείωση τς στορίας. Γι ατό καί ποτελε τό ψιστο καί σχατο κριτήριο τς ρθοδοξίας.

Θεός καί νθρωπος Χριστός εναι, πρτα, ποκάλυψη τς ληθινς φύσεως το νθρώπου, γιατί εναι τελειότατος Υός το νθρώπου, τό ψιστο γέννημα τς νθρωπίνης φύσεως, νθρωπος κενος πού ναδύεται, μφανίζεται στήν στορία, τή στιγμή πού νθρώπινη φύση φθάνει στόν σχατο προορισμό της, πού νώνεται ποστατικά μέ τή θεία. πρξαν πολλοί θεοι μέσα στούς αἰῶνες πού ποστήριξαν τι νθρωπος μπορε νά γίνει Θεός νεξάρτητα πό τό Θεό. λλά αρεση ποτέ δέν εναι τόσο τολμηρή σο λήθεια. Καί κανένας ποτέ αρετικός δέν φθασε στήν τόλμη τν ρθόδοξων Πατέρων, ο ποοι, πως τούς ρμηνεύει μέ σαφήνεια παράμιλλη στίς Θεομητορικές μιλίες του Καβάσιλας, τονίζουν τι μέ τή χάρη το Θεο νθρωπος χι πλς μπορε νά γίνει Θεός, λλά καί νά γεννήσει μέσα στήν στορία τό Θεό. Γιά τήν ρθοδοξία τό μεγαλεο τς νθρώπινης φύσης εναι κριβς τό τι ξιώνεται νά γίνει Θεοτόκος. Καί ατό τό μεγαλεο ποκαλύπτει, διασφαλίζει καί πιστοποιε Μονογενής Υός τς Θεοτόκου.

λλά Θεός καί νθρωπος Χριστός ποκαλύπτει καί τήν πραγματική φύση το Θεο, γιατί ποκαλύπτει τήν γάπη το Θεο γιά τόν νθρωπο, καί εναι γνωστό τι τό γιο Πνεμα βεβαιώνει μέ τόν Εαγγελιστή ωάννη τι « Θεός γάπη στίν». Πρόκειται γιά μιά γάπη πού δέν εναι οκτος λεημοσύνη, λλά πραγματική φιλία, βαθύς δηλαδή σεβασμός καί κτίμηση, φιλανθρωπία. Γιατί Θεός, παρόλο πού μπορε, δέ νικ διος μέ τή δύναμή Του τό θάνατο καί τό διάβολο, δέν χαρίζει συγκαταβατικά στόν νθρωπο τή σωτηρία, λλά γίνεται ληθινός καί πραγματικός νθρωπος, τσι στε νας νθρωπος νά νικήσει τό θάνατο, γιά νά μπορον στή συνέχεια λοι ο νθρωποι νά τόν νικήσουν. πομένει Θεός, ς νθρωπος πού ταν, τούς μπτυσμούς καί τούς κολαφισμούς, γιά νά καθαρισθε καί νά λάμψει στό ρχέγονο κάλλος του νθρωπος. Εναι χαρακτηριστικό τι Πιλάτος τή Μ. Παρασκευή, δείχνοντας τόν ταπεινωμένο Θεό, ναφωνε τό ποκαλυπτικό: «δε νθρωπος».

κόμα περισσότερο, Θεός συγκαταβαίνει, πεθαίνει ληθινά καί πραγματικά ς νθρωπος πραγματικός πού ταν, καί φο ταν Θεός, νασταίνεται. Καί τσι μέσα στό Χριστό νασταίνεται νθρωπος. «Χριστός νέστη κ νεκρν... τος ν τος μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». σκοπός συνεπς γιά τόν ποο πεθαίνει Θεός, γίνεται τσι φανερό, τι εναι νάσταση το νθρώπου. Καί ατό κριβς τό σκοπό θέλει νά κάνει φανερό καί νά πιστοποιήσει Κύριος, ταν λίγες μέρες πρίν πό τό θάνατό Του περνάει πό τή Βηθανία κι νασταίνει τό Λάζαρο. «Τήν κοινήν νάστασιν πρό το Σο πάθους πιστούμενος, κ νεκρν γειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ Θεός», τονίζει τό πολυτίκιο τς ορτς.

λλά δη γίνεται φανερό πώς ρθόδοξη προοπτική, στήν ποα προσπαθήσαμε νά τοποθετήσουμε τό θέμα μας, μς δηγε στόν πυρήνα το προβλήματος, τόν στορικό δηλαδή καί πραγματικό θάνατο το ησο Χριστο. Καί φθάνοντας στόν πυρήνα βλέπουμε νά ξεπηδάει μπροστά μας καί λύση. Γιατί δια φύση τν πραγμάτων μς παρουσιάζει μέ σαφήνεια ς ρθόδοξη πάντηση στό κήρυγμα το θανάτου το Θεο τό Εαγγέλιο τς ναστάσεως το νθρώπου.

Τό σημεο ατό εναι να πό τά κεντρικά θέματα τς χαρμόσυνης γγελίας τς σωτηρίας. κριβέστερα, εναι δια σωτηρία. «Ε γάρ νεκροί οκ γείρονται», διακηρύττει π. Παλος, «μάταια πίστις μν». «Νυνί δέ Χριστός γήγερται κ νεκρν, παρχή τν κεκοιμημένων». Καί ερός Χρυσόστομος καλε τούς νθρώπους σέ πανηγυρισμό: Κανείς πλέον ς μή θρηνε γιά μαρτίες καί πταίσματα, «συγγνώμη γάρ κ το τάφου νέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον λευθέρωσε γάρ μς το Σωτρος θάνατος». Πλέον «νέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες. νέστη Χριστός καί χαίρουσιν γγελοι. νέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται. νέστη Χριστός καί νεκρός οδείς ν τ μνήματι».

πό τό ψος ατό τς ληθινς καί πραγματικς ναστάσεως το νθρώπου λόκληρη προβληματική τν φιλοσόφων καί τν θεολόγων το θανάτου το Θεο γίνεται φανερό πώς βρίσκεται σέ δεύτερη μοίρα. Εδαμε πράγματι, τι ο κπρόσωποι τς σχολς ατς μιλον χι γιά τόν στορικό θάνατο το Θεο, λλά γιά τό θάνατο μις δέας περί το Θεο. θάνατος το Θεο εναι γι ατούς να λεκτικό τέχνασμα, πού χρησιμοποιεται γιά νά καλύψει τήν ζουσα πραγματικότητα, πού, πως μς δειξε σύντομη μελέτη τν κειμένων τους, εναι καί γι ατούς τούς δίους θάνατος το νθρώπου. λλά τό κήρυγμα τς ρθοδοξίας, πού δέν εναι μιά δεολογία μιά φιλοσοφία, λλά μιά πραγματική στορία, εναι πραγματικός καί στορικός θάνατος το Θεο, πού φέρνει κριβς τήν πραγματική καί στορική νάσταση το νθρώπου. « δέ ησος... κράξας φων μεγάλ φκε τό πνεμα. Καί δού τό καταπέτασμα το ναο σχίσθη ες δύο, καί γ σχίσθη καί α πέτραι σχίσθησαν καί τά μνημεα νεχθησαν καί πολλά σώματα τν κεκοιμημένων γίων γέρθη καί ξελθόντα κ τν μνημείων εσλθον ες τήν γίαν πόλιν καί νεφανίσθησαν πολλος».

τσι γίνεται φανερό πώς ρθόδοξη θεολογία μπορε νά κηρύξει πολύ πιό πραγματικά πό τούς θέους τό θάνατο το Θεο. Τήν Μ. Παρασκευή στόν πιτάφιο ο ρθόδοξοι πιστοί γιορτάζουν ληθινά καί πραγματικά ατό τό θάνατο. λλά τό θαμα τς Μ. Παρασκευς εναι τι ο πιστοί κηδεύοντας τό Θεό πανηγυρίζουν τή νέκρωση το θανάτου καί τήν νάσταση τν νεκρν. «Τέτρωται δης ν τ καρδί δεξάμενος τόν τρωθέντα λόγχ τήν πλευράν. Καί στένει πυρί θεί δαπανώμενος, ες σωτηρίαν μν τν μελδούντων, Λυτρωτά, Θεός ελογητός ε». «Σύ γάρ τεθείς ν τάφ κραταιέ, ζωαρχική παλάμ τά το θανάτου κλεθρα διεσπάραξας καί κήρυξας τος π αἰῶνος κε καθεύδουσι λύτρωσιν ψευδ, Στερ, γεγονώς νεκρν πρωτότοκος». Χριστός λοιπόν πέθανε πραγματικά, λλά πέθανε γιά νά συναντήσει τόν νθρωπο κε πού βρίσκεται, μέσα στή φθορά καί τό θάνατο, μέσα στήν δύνη καί τήν πογοήτευση, μέσα στό νόητο καί τό παράλογο, καί νά τόν ναστήσει.

ν δέν πέθαινε, σάρκωσή του δέν θά ταν πλήρης, θά ταν φαινομενική. λλά πέθανε πραγματικά, γιατί πρε στά σοβαρά τή θνητή κατάστασή μας. Γιατί γινε σέ λα τά σημεα, κτός πό τήν μαρτία, ,τι εμαστε κι μες. νθρωπος γκατέλειψε τό Θεό, κτροχιάστηκε στό κενό καί ξαφανίστηκε μέσα στήν μαρτία. Καί Θεός κενώνεται μέσα στό χρο τς μαρτίας, φοράει ναμάρτητα ς σάρκα του τή σάρκα τς μαρτίας καί τήν γιάζει. Χύνεται σάν μύρο στό βόρβορο τς δυσωδίας καί μετατρέπει τή δυσωδία σέ εωδία. Ζε τήν πλή καθημερινή ζωή το νθρώπου καί τς δίνει νόημα, τή γεμίζει πό τήν αωνιότητα. ργάζεται χειρωνακτικά γιά νά φανερώσει τι καί πιό μονότονη καθημερινή δουλειά χει αώνιο σκοπό καί περιεχόμενο. ποφέρει, θλίβεται, γωνι γιά νά μή μείνει κανένα τμμα καί καμιά μορφή τς νθρώπινης ζως, πού νά μή τήν χει διος ζήσει. Καί, λοκληρώνοντας ατή τή συμμετοχή στά νθρώπινα, φθάνει ς τό θάνατο. Γιατί θέλει νά εναι κοντά μας πουδήποτε κι ν βρισκόμαστε. τσι, ν βρεθομε στή χειρότερη πελπισία, πρέπει νά ξέρουμε τι Χριστός εναι δίπλα μας, γιατί ζησε τήν πελπισία. ν βρεθομε στήν γωνία, Χριστός εναι πάλι δίπλα μας, γιατί ζησε τήν γωνία. ν βρεθομε σέ γκατάλειψη καί μοναξιά, μπορομε νά ξέρουμε πώς κανείς δέν πρξε περισσότερο μόνος πό Ατόν πού νιωσε πάνω στό Σταυρό νά τόν γκαταλείπει διος Πατέρας του. σο χαμηλά καί νά κατεβομε, σο καί νά ξεπέσουμε, Χριστός εναι κάτω πό μς, φο βρίσκεται στόν δη. κόμα κι ν πεθάνουμε, μέσα στό χάος το θανάτου μς περιμένει Χριστός.

Γι ατόν κριβς τόν λόγο θάνατος το Θεο δέν εναι πογοήτευση, λλά παρηγοριά καί λπίδα τν πιστν. « Σταυρός Σου, Κύριε, ζωή καί νάστασις πάρχει τ λα σου». Καί τό κήρυγμα το θανάτου το Θεο ποδεικνύεται τσι τό καύχημα, νίκη καί δόξα χι τν πίστων, λλά τς κκλησίας. θάνατος το Θεο εναι ταυτόσημος μέ τήν νάσταση το Χριστο. Θεός πέθανε, λλά Χριστός νέστη. Μιά Κυριακή πρωί στήν ερουσαλήμ πί Ποντίου Πιλάτου νέστη ληθινά καί πραγματικά Χριστός. Πράγμα πού σημαίνει τι νέστη ληθινά καί πραγματικά νθρωπος. Γιατί Χριστός ναστάς συνέτριψε τά δεσμά τς φθορς καί λευθέρωσε τόν ατοδεσμώτη νθρωπο, νέκρωσε τό κεντρί το θανάτου καί χάρισε στόν νθρωπο τή ζωή. Γκρέμισε τό μεσότοιχο το φραγμο, «νωσε τά τό πρίν διεσττα», φερε στό θάνατο τή ζωή, στό χρόνο τήν αωνιότητα, στή γ τόν ορανό, στόν νθρωπο τό Θεό, «πάντα ναμίξ γέγονε».

φο μως νάσταση ατή το νθρώπου εναι νάσταση χι μονάχα τς ψυχς, μά καί το σώματός του, εναι φυσικό νά κολουθεται καί πό τήν νάσταση τν ργων το νθρώπου, το πολιτισμο, καί μαζί καί τς κτίσης, πού εναι προέκταση το σώματος το νθρώπου. Μετά τήν νάσταση το ησο Χριστο , τό γιο Πνεμα ξεχύνεται σέ λόκληρη τήν κτίση, τό ψωμί καί τό κρασί μετατρέπονται σέ Σμα καί σέ Αμα Χριστο. Σπάζουν ο περιορισμοί το τόπου καί το χρόνου, ρχίζει καινούργιος λειτουργικός χρόνος καί καινούργιος λειτουργικός χρος, γκαινιάζονται ο καιροί τν σχάτων.

«Νν πάντα πεπλήρωται φωτός, ορανός τε καί γ καί τά καταχθόνια. ορταζέτω γον πσα κτίσις τήν γερσιν Χριστο, ν στερέωται».

«Φωτίζου, φωτίζου, νέα ερουσαλήμ. γάρ δόξα Κυρίου πί σέ νέτειλε. Χόρευε νν καί γάλλου Σιών. Σύ δέ γνή τέρπου Θεοτόκε, ν τ γέρσει το τόκου σου».

Τό τι πέθανε λοιπόν Θεός γινε φανερό πώς σημαίνει γιά τήν ρθοδοξία τι νέστη νθρωπος καί καθετί πού δημιουργε νθρωπος, τι, σέ τελευταία νάλυση, χει νόημα καί νδιαφέρον, τι γίνεται ραία καί θάνατη ζωή.

******************************************************
Πηγή: Αγία Ζώνη