Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία προς το Πάσχα.

Μεγάλη Σαρακοστή - Πορεία προς το Πάσχα.

π. Αλεξάνδρου Σμέμαν

π. Αλεξάνδρου Σμέμαν - Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία προς το Πάσχα

από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», εκδόσεις «Ακρίτας»

Όταν κάποιος ξεκινάει για ένα ταξίδι θα πρέπει να ξέρει που πηγαίνει. Αυτό συμβαίνει και με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω απ΄ όλα η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι που προορισμός του είναι το Πάσχα, η «Εορτή Εορτών». Είναι η προετοιμασία για την «πλήρωση του Πάσχα, που είναι η πραγματική Αποκάλυψη». Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αρχίσουμε με την προσπάθεια να καταλάβουμε αυτή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη Σαρακοστή και το Πάσχα, γιατί αυτή αποκαλύπτει κάτι πολύ ουσιαστικό και πολύ σημαντικό για τη Χριστιανική πίστη και ζωή μας.

Άραγε είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι το Πάσχα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μία γιορτή, πολύ πέρα από μία ετήσια ανάμνηση ενός γεγονότος που πέρασε; Ο καθένας που, έστω και μία μόνο φορά, έζησε αυτή τη νύχτα «τη σωτήριο, τη φωταυγή και λαμπροφόρο», που γεύτηκε εκείνη τη μοναδική χαρά, το ξέρει αυτό.

Αλλά τι είναι αυτή η χαρά; Γιατί ψέλνουμε στην αναστάσιμη λειτουργία: «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια»; Με ποιά έννοια «εορτάζομεν» - καθώς ισχυριζόμαστε ότι το κάνουμε – «θανάτου την νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν...»;

Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις η απάντηση είναι: η νέα ζωή η οποία πριν από δυό χιλιάδες περίπου χρόνια «ανέτειλεν εκ του τάφου», προσφέρθηκε σε μας, σε όλους εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό. Μας δόθηκε τη μέρα που βαφτιστήκαμε, τη μέρα δηλαδή που όπως λέει ο Απ. Παύλος: «... συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4).

Έτσι το Πάσχα πανηγυρίζουμε την Ανάσταση του Χριστού σαν γεγονός που έγινε και ακόμη γίνεται σε μας. Γιατί ο καθένας από μας έλαβε το δώρο αυτής της νέας ζωής και τη δύναμη να την αποδεχτεί και να ζήσει δια μέσου της. Είναι ένα δώρο που ριζικά αλλάζει τη διάθεσή μας απέναντι σε κάθε κατάσταση αυτού του κόσμου, ακόμη και απέναντι στο θάνατο. Μας δίνει τη δύναμη να επιβεβαιώνουμε θριαμβευτικά το: «νικήθηκε ο θάνατος». Φυσικά υπάρχει ακόμα ο θάνατος, είναι σίγουρος, τον αντιμετωπίζουμε, και κάποια μέρα θα έρθει και για μας. Αλλά όλη η πίστη μας είναι ότι με το δικό Του θάνατο ο Χριστός άλλαξε τη φύση ακριβώς του θανάτου. Τον έκανε πέρασμα – «διάβαση», Πάσχα» - στη Βασιλεία του Θεού μεταμορφώνοντας τη δραματικότερη τραγωδία σε αιώνιο θρίαμβο, σε νίκη. Με το «θανάτω θάνατον πατήσας», μας έκανε μέτοχους της Ανάστασής Του. Ακριβώς γι αυτό στο τέλος του όρθρου της Ανάστασης - στον Κατηχητικό Λόγο του Ιωάννου Χρυσοστόμου - λέμε θριαμβευτικά: «Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται. Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι».

Τέτοια είναι η πίστη της Εκκλησίας που επιβεβαιώνεται και φανερώνεται με τη ζωή των αναρίθμητων αγίων της. Αλλά μήπως δε ζούμε καθημερινά το γεγονός ότι αυτή η πίστη σπάνια γίνεται και δική μας εμπειρία; Μήπως δε χάνουμε πολύ συχνά και δεν προδίνουμε αυτή τη νέα ζωή που λάβαμε σαν δώρο, και στην πραγματικότητα ζούμε σαν να μην αναστήθηκε ο Χριστός και σαν να μην έχει νόημα για μας αυτό το μοναδικό γεγονός; Και όλα αυτά εξαιτίας της αδυναμίας μας, της ανικανότητάς μας να ζούμε σταθερά με πίστη ελπίδα και αγάπη, στο επίπεδο εκείνο που μας ανέβασε ο Χριστός όταν είπε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού». Απλούστατα εμείς ξεχνάμε όλα αυτά γιατί είμαστε τόσο απασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στις καθημερινές έγνοιες μας και ακριβώς επειδή ξεχνάμε, αποτυχαίνουμε. Μέσα σ αυτή τη λησμοσύνη, την αποτυχία και την αμαρτία η ζωή μας γίνεται ξανά «παλαιά», ευτελής, σκοτεινή και τελικά χωρίς σημασία, γίνεται ένα χωρίς νόημα ταξίδι για ένα χωρίς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε να ξεχνάμε ακόμα και το θάνατο και τελικά, εντελώς αιφνιδιαστικά, μέσα στις «απολαύσεις της ζωής» μας έρχεται τρομακτικός, αναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεί κατά καιρούς να παραδεχόμαστε τις ποικίλες αμαρτίες μας και να τις εξομολογούμαστε, όμως εξακολουθούμε να μην αναφέρουμε τη ζωή μας σ ἐκείνη τη νέα ζωή που ο Χριστός αποκάλυψε και μας έδωσε. Πραγματικά ζούμε σαν να μην ήρθε ποτέ Εκείνος. Αυτή είναι η μόνη πραγματική αμαρτία, η αμαρτία όλων των αμαρτιών, η απύθμενη θλίψη και τραγωδία όλων των κατ ὄνομα χριστιανών.

Αν το αναγνωρίζουμε αυτό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι το Πάσχα και γιατί χρειάζεται και προϋποθέτει τη Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατί τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και όλος ο κύκλος των ακολουθιών της υπάρχουν, πρώτα απ ὅλα, για να μας βοηθήσουν να ξαναβρούμε το όραμα και την γεύση αυτής της νέας ζωής, που τόσο εύκολα χάνουμε και προδίνουμε, και ύστερα να μπορέσουμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην Εκκλησία. Πως είναι δυνατόν να αγαπάμε και να επιθυμούμε κάτι που δεν το ξέρουμε; Πως μπορούμε αν βάλουμε πάνω από καθετί άλλο στη ζωή μας κάτι που ποτέ δεν έχουμε δει και δεν έχουμε χαρεί; Με άλλα λόγια: πως μπορούμε, πως είναι δυνατόν να αναζητήσουμε μια Βασιλεία για την οποία δεν έχουμε ιδέα; Η λατρεία της Εκκλησίας ήταν από την αρχή και είναι ακόμα και τώρα η είσοδος και η επικοινωνία μας με τη νέα ζωή της Βασιλείας. Μέσα από τη λειτουργική της ζωή η Εκκλησία μας αποκαλύπτει εκείνα που «οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Κορ. 2,9). Και στο κέντρο αυτής της λειτουργικής ζωής, σαν καρδιά της και μεσουράνημά της - σαν ήλιος που οι ακτίνες του διαπερνούν καθετί - είναι το Πάσχα. Το Πάσχα είναι η πόρτα, ανοιχτή κάθε χρόνο, που οδηγεί στην υπέρλαμπρη Βασιλεία του Χριστού, είναι η πρόγευση της αιώνιας χαράς που μας περιμένει, είναι η δόξα της νίκης η οποία από τώρα, αν και αόρατη, πλημμυρίζει όλη την κτίση: νικήθηκε ο θάνατος».

Ολόκληρη η λατρεία της Εκκλησίας είναι οργανωμένη γύρω από το Πάσχα, γι αὐτὸ και ο λειτουργικός χρόνος, δηλαδή η διαδοχή των εποχών και των εορτών, γίνεται ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα στο Πάσχα, που είναι το Τέλος και που ταυτόχρονα είναι η Αρχή. Είναι το τέλος όλων αυτών που αποτελούν τα παλαιά» και η αρχή της «νέας ζωής», μια συνεχής «διάβαση από τον «κόσμο τούτο» στην Βασιλεία που έχει αποκαλυφτεί εν Χριστώ.

Παρ ὅλα αυτά η «παλαιά» ζωή, η ζωή της αμαρτίας και της μικρότητας, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί και ν ἀλλάξει. Το Ευαγγέλιο περιμένει και ζητάει από τον άνθρωπο να κάνει μια προσπάθεια η οποία, στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος, είναι ουσιαστικά απραγματοποίητη. Αντιμετωπίζουμε μία πρόκληση. Το όραμα, ο στόχος, ο τρόπος της νέας ζωής είναι για μας μία πρόκληση που βρίσκεται τόσο πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας!

Γι αὐτό, ακόμα και οι Απόστολοι, όταν άκουσαν τη διδασκαλία του Κυρίου Τον ρώτησαν απελπισμένα: «τις άρα δύναται σωθήναι;» (Ματθ. 19,26). Στ αλήθεια δεν είναι καθόλου εύκολο ν απαρνηθείς ένα ασήμαντο ιδανικό ζωής καμωμένο με τις καθημερινές φροντίδες, με την αναζήτηση των υλικών αγαθών, με την ασφάλεια και την απόλαυση και να δεχτείς ένα άλλο ιδανικό ζωής το οποίο βέβαια δεν στερείται καθόλου τελειότητας στο σκοπό του: Γίνεσθε τέλειοι ως ο Πατήρ ημών εν ουρανοίς τέλειος εστίν. Αυτό ο κόσμος με όλα του τα «μέσα» μας λέει: να είσαι χαρούμενος, μην ανησυχείς, ακολούθα τον «ευρύ» δρόμο. Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει: διάλεξε το στενό δρόμο, αγωνίσου και υπόφερε, γιατί αυτός είναι ο δρόμος για τη μόνη αληθινή ευτυχία. Και αν η Εκκλησία δεν βοηθάει πως θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτή τη φοβερή εκλογή; Πως μπορούμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην υπέροχη υπόσχεση που μας δίνεται κάθε χρόνο το Πάσχα; Ακριβώς αυτή είναι η στιγμή που εμφανίζεται η Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτή είναι η χείρα βοηθείας» που απλώνει σε μας η Εκκλησία. Είναι το σχολείο της μετάνοιας που θα μας δώσει δύναμη να δεχτούμε το Πάσχα όχι σαν μια απλή ευκαιρία να φάμε, να πιούμε, ν ἀναπαυτοῦμε, αλλά, βασικά, σαν το τέλος των «παλαιών» που είναι μέσα μας και σαν είσοδό μας στο νέο.

Στην αρχαία Εκκλησία ο βασικός σκοπός της Σαρακοστής ήταν να προετοιμαστούν οι Κατηχούμενοι, δηλαδή οι νέοι υποψήφιοι χριστιανοί, για το βάπτισμα που, εκείνο τον καιρό, γίνονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας. Αλλά ακόμα και τώρα που η Εκκλησία δεν βαφτίζει πια τους χριστιανούς σε μεγάλη ηλικία και ο θεσμός της κατήχησης δεν υπάρχει πια, το βασικό νόημα της Σαρακοστής παραμένει το ίδιο. Γιατί, αν και είμαστε βαφτισμένοι, εκείνο που συνεχώς χάνουμε και προδίνουμε είναι ακριβώς αυτό που λάβαμε στο Βάπτισμα. Έτσι το Πάσχα για μας είναι η επιστροφή, που κάθε χρόνο κάνουμε, στο βάπτισμά μας και επομένως η Σαρακοστή είναι η προετοιμασία μας γι αὐτὴ την επιστροφή - η αργή αλλά επίμονη προσπάθεια να πραγματοποιήσουμε τελικά τη δική μας «διάβαση», το «Πάσχα» μας στη νέα εν Χριστώ ζωή. Το ότι, καθώς θα δούμε, οι ακολουθίες στη σαρακοστιανή λατρεία διατηρούν ακόμα και σήμερα τον κατηχητικό και βαπτιστικό χαρακτήρα, δεν είναι γιατί διατηρούνται «αρχαιολογικά» απομεινάρια, αλλά είναι κάτι το ζωντανό και ουσιαστικό για μας. Γι αυτό κάθε χρόνο η Μεγάλη Σαρακοστή και το Πάσχα είναι, μια ακόμα φορά, η ανακάλυψη και η συνειδητοποίηση του τι γίναμε με τον «δια βαπτίσματός» μας θάνατο και την ανάσταση.

Ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα! Καθώς το αρχίζουμε, καθώς κάνουμε το πρώτο βήμα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής βλέπουμε - μακριά, πολύ μακριά - τον προορισμό. Είναι η χαρά της Λαμπρής, είναι η είσοδος στη δόξα της Βασιλείας. Είναι αυτό το όραμα, η πρόγευση του Πάσχα, που κάνει τη λύπη της Μεγάλης Σαρακοστής χαρά, φως, και τη δική μας προσπάθεια μια πνευματική «άνοιξη». Η νύχτα μπορεί να είναι σκοτεινή και μεγάλη, αλλά σε όλο το μήκος του δρόμου μια μυστική και ακτινοβόλα αυγή φαίνεται να λάμπει στον ορίζοντα. «Μη καταισχύνης ημάς από της προσδοκίας ημών, Φιλάνθρωπε!»

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Π Ν Ε Υ Μ Α Τ Ι Κ Ε Σ Σ Υ Μ Β Ο Υ Λ Ε Σ ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ


Από το βιβλίο “Η άσκηση στη ζωή μας”

(Είκοσι κείμενα για την ορθόδοξη πνευματική ζωή βασισμένα
στους Ασκητικούς Λόγους του
αββά Ισαάκ του Σύρου, Έκδοση Ι. Μ. Παρακλήτου.)

Π Ν Ε Υ Μ Α Τ Ι Κ Ε Σ Σ Υ Μ Β Ο Υ Λ Ε Σ

  • Όποιος γνωρίζει την αρρώστια του βρίσκεται στην αρχή της ταπεινώσεως. Ο Θεός υποφέρει όλες τις ασθένειες των ανθρώπων. Δεν υποφέρει όμως εκείνον που γογγύζει. Αυτός που ευχαριστεί πάντοτε τον Θεό για τ΄αγαθά και τις ευεργεσίες που του χαρίζει, δέχεται τις ευλογίες του Θεού και στην καρδιά του κατοικεί η χάρη Του.

  • Όποιος υπερηφανεύεται, παραχωρεί ο Θεός και πέφτει στη βλασφημία. Όποιος κομπάζει για τις αρετές του, πάλι κατά παραχώρηση Θεού πέφτει στην πορνεία. Ο εγωιστής μπορεί να πέσει σε πολλές ακόμη σκοτεινές παγίδες του πονηρού.

  • Αυτός που δεν θυμάται και δεν σκέφτεται τον Θεό, κρατάει μίσος κατά του πλησίον. Αντίθετα όποιος θυμάται τον Θεό, δεν μνησικακεί και αγαπάει κάθε άνθρωπο. Όποιος βοηθάει τον αδικούμενο έχει σύμμαχο τον Θεό. Όποιος βοηθάει τον πλησίον, τον βοηθάει ο Θεός. Όποιος κατηγορεί τον αδελφό του, τον αποστρέφεται ο Θεός. Εκείνος που ελεεί τον αδελφό του κρυφά, δείχνει φανερά στον θεό τη δύναμη της αγάπης του. Αυτός που κάνει παρατηρήσεις στον αδελφό του μπροστά στους άλλους, πραγματικά τον εξουθενώνει και τον εμπαίζει. Όποιος ενδιαφέρεται για την ψυχική υγεία του άλλου, φροντίζει πάντοτε να γίνει αυτό με αγάπη. Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Δοκιμάζει τον άνθρωπο πάντε με αγάπη, προκειμένου να θεραπευθεί η έμψυχη εικόνα Του. Γιατί δεν παιδεύει τον άνθρωπο για να τον εκδικηθεί για τις αμαρτίες του, αλλά για να τον γιατρέψει.

  • Όσο ο άνθρωπος τελειοποιείται στην αρετή, τόσο περισσότερο πλησιάζει τον Θεό και Τον ακολουθεί. Όπως όταν ρίχνει κανείς ξερά ξύλα στη φωτιά, αυτή δύσκολα σβήνει, έτσι κι αυτός που αγαπάει αληθινά τον Θεό, η αγάπη του όλο και αυξάνει, όσο προοδεύει στην αρετή.

  • Όπως ο έμπορος όταν πουλήσει το εμπόρευμά του θέλει να γυρίσει στο σπίτι του, έτσι και ο χριστιανός, όταν τελειώσει την εργασία του, θέλει ν΄ασχοληθεί με τον Θεό και την ψυχή του. Και όπως ο έμπορος, όταν βρίσκεται στη θάλασσα, φοβάται μήπως έρθει τρικυμία και βυθισθεί η ελπίδα της εργασίας του, έτσι και ο χριστιανός, όσο βρίσκεται στον κόσμο αυτό, φοβάται μήπως έρθει ο χειμώνας των παθών και χάσει τον καρπό του αγώνα του.

  • Όπως ο ναύτης όταν πλέει στη θάλασσα βλέπει τη θέση των αστεριών και ανάλογα διευθύνει το πλοίο, έτσι και ο χριστιανός με την προσευχή προχωράει στον δρόμο της ζωής του, έως ότου φτάσει στο λιμάνι της αιωνιότητος. Εκεί οι άνθρωποι δεν τρέχουν και δεν εμπορεύονται, όπως στη ζωή αυτή, αλλ΄αναπαύονται στον πλούτο των αρετών που απέκτησαν με τον αγώνα τους εναντίον της αμαρτίας. Μακάριος εκείνος του οποίου η πραμάτεια δεν χάθηκε στη θάλασσα του μάταιου αυτού κόσμου. Μακάριος εκείνος του οποίου το πλοίο δεν βυθίστηκε, αλλ΄αξιώθηκε να φτάσει με χαρά στο αχείμαστο λιμάνι της αιωνιότητος.

  • Όποιος θέλει να βρει τον πολύτιμο μαργαρίτη μπαίνει γυμνός στη θάλασσα. Έτσι και ο συνετός άνθρωπος περνά απ΄τη ζωή αυτή χωρίς πολλά χρήματα και περιουσίες, μέχρις ότου βρει τον πολύτιμο μαργαρίτη, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Και όταν τον βρει δεν αγαπάει τίποτε άλλο στον κόσμο αυτό.

  • Όπως το φίδι σε κάθε κίνδυνο φυλάει το κεφάλι του, έτσι κι ο σοφός χριστιανός, σε κάθε δύσκολη περίπτωση, φυλάει την πίστη του, που αποτελεί το θεμέλιο της ζωής του.

  • Όπως το δέντρο, αν δεν πετάξει τα παλιά του φύλλα δεν βγάζει νέα, έτσι κι ο άνθρωπος του Θεού δεν θα έχει καρπό πνευματικό, αν δεν βγάλει από μέσα του τη θύμηση των κακιών και των παθών του.

  • Ο άνεμος τρέφει τους καρπούς της γης και η πρόνοια του Θεού τους καρπούς της ψυχής.

  • Ο σκύλος όταν γλείφει τη λίμα, ματώνει τη γλώσσα του, πίνει το ίδιο του το αίμα και χωρίς να το αισθάνεται προξενεί βλάβη στον εαυτό του. Έτσι και ο υπερήφανος, αισθάνεται για λίγο γλυκύτητα, αλλά μετά νιώθει τα αποτελέσματα της ψυχικής φθοράς.

  • Η κοσμική δόξα μοιάζει σαν την πέτρα που είναι σκεπασμένη από τα νερά μέσα στη θάλασσα, κι έτσι δεν την βλέπει ο κυβερνήτης και χτυπάει πάνω της το πλοίο. Η υπερηφάνεια και η κενοδοξία είναι κρυμμένες και αυτές μέσα στην ψυχή και της προξενούν κακό.

  • Μη ζητήσεις ποτέ να καταλάβεις τους λόγους των θείων μυστηρίων, που περιέχονται στις Αγίες Γραφές, χωρίς προηγουμένως να προσευχηθείς θερμά στον Θεό. Το κλειδί που θα καταλάβουμε τα θεία νοήματα είναι η προσευχή.

  • Πρέπει να γνωρίζεις ότι χωρίς κόπο σωματικό δεν πλησιάζεται ο Θεός. Όλοι οι Πατέρες κοπίασαν πολύ για να κατοικήσει μέσα τους το Πνεύμα το Άγιο. Μόλις το Άγιο Πνεύμα κατοικήσει στην ψυχή, ο άνθρωπος αποκτάει πραότητα και ειρήνη, και φεύγει κάθε σκέψη ακολασίας. Μη νομίσεις ότι μπορείς με την προσευχή να πλησιάσεις τον Θεό, αν προηγουμένως δεν καθαρίσεις την καρδιά σου από τα πάθη της ατιμίας που τη μολύνουν.

  • Όπως το λάδι τρέφει το φως του λυχναριού, έτσι και η ελεημοσύνη τρέφει την ψυχή. Δεν υπάρχει ωραιότερη πράξη μπροστά στα μάτια του Θεού από την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Πόσο γλυκειά είναι η συναναστροφή με πνευματικούς αδελφούς, αν υπάρχει η αγάπη! Αγάπη στον Θεό και στους αδελφούς. Αγάπη στους αδελφούς και στον Θεό. Αυτά είναι δεμένα μαζί και δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις.

  • Αυτός που θέλει να τρυγήσει χαρά και καρπό πνευματικό πρέπει να δουλέψει στην προσευχή. Όπως η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, έτσι και η προσευχή είναι ανώτερη από κάθε άλλη πνευματική εργασία.

  • Μεγάλη δύναμη παίρνει κανείς από τις μικρές πνευματικές ασκήσεις, όταν γίνονται τακτικά και σταθερά, όπως ακριβώς οι σταγόνες του απαλού νερού μπορούν να βαθουλώσουν τη σκληρή πέτρα.

  • Όταν νεκρωθούν τα πάθη, τότε η ψυχή θερμαίνεται από τη γλυκύτητα της πνευματικής χαρά, και η παρουσία του Θεού στην ψυχή είναι έντονη. Χρειάζεται μεγάλος αγώνας και πολλή υπομονή για να λάβει ο άνθρωπος τη χάρη της παρηγοριάς από τον Θεό. Όταν ο Θεός μπει στην ψυχή του ανθρώπου, τότε τα πάθη υποχωρούν.

  • Καταστροφή της ψυχής είναι η αργία και η απραξία. Η χειρότερη κακία είναι η ακηδία. Ακηδία σημαίνει να μη φροντίζουμε για τη σωτηρία της ψυχής μας με την προσευχή, τη νηστεία και τ΄άλλα αγιαστικά μέσα της Εκκλησίας μας. Μην υπολογίσεις το σώμα στην άσκηση της αρετής, γιατί θ΄αντιδράσει οπωσδήποτε. Ο σατανάς κάνει το πάν, ώστε να μας απομακρύνει από τα έργα του Θεού.

  • Η πνευματική εργασία απαιτεί προσοχή και ησυχία της καρδιάς. Δεν μπορεί να καθαρισθεί κανείς μόνο με τα καλά που κάνει για τον άλλο. Πρέπει να δουλέψει και μέσα στην ψυχή του, για ν΄απαλλαγεί από τα πάθη της σάρκας και των αισχρών και ρυπαρών λογισμών. Γιατί είναι εύκολο να κάνει κανείς ελεημοσύνη, δύσκολο όμως να κόψει τα πάθη του και τις κακές του συνήθειες. Την ελεημοσύνη τη δέχεται ο Θεός όταν συνοδεύεται από καθαρή καρδιά. Δεν μπορούμε να ενδιαφερθούμε για το πρώτο και να εγκαταλείψουμε το δεύτερο. Αλλιώτικα ξεπέφτουμε στα μάτια του Θεού.

  • Στα πνευματικά έργα να προχωράς σιγά-σιγά, γιατί τα μεγάλα και απότομα άλματα είναι επικίνδυνα. Όταν η ψυχή γλυκαθεί από την πνευματική χαρά, αυτό θα την κάνει να προχωρήσει περισσότερο, όπως συμβαίνει μ΄αυτόν που πίνει λίγο κρασί, και αφού του αρέσει, πίνει περισσότερο, έως ότου μεθύσει. Οι θλίψεις και οι στενοχώριες αντιμετωπίζονται με υπομονή και ελπίδα στον Θεό.

  • Δεν είναι εύκολο πράγμα να έρθει το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην ψυχή μας. Πρέπει προηγουμένως να την καθαρίσουμε από κάθε σαρκικό μολυσμό και να γίνει δοχείο καθαρό. Έτσι θα έρθει να κατοικήσει ο Θεός. Αλλά δεν φτάνει αυτό. Για να πάρουμε το θεϊκό δώρο πρέπει να λυγίσουν πολλές φορές τα γόνατά μας στην προσευχή. Και η προσευχή μας θα πρέπει να συνοδεύεται από την ταπείνωση για να γίνει δεκτή από τον Θεό.

  • Να φυλάς τη γλώσσα σου να μη λέει απρόσεκτα και περιττά λόγια. Γιατί από την πολυλογία προέρχεται η αμαρτία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ασκούσαν πολύ τη σιωπή, για να μπορέσουν να πλησιάσουν το Θεό και να ενωθούν μαζί Του. Μόνο όταν προσέχουμε τη γλώσσα, είναι δυνατό να έρθει στην ψυχή μας η κατάνυξη. Ο μακάριος Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είπε, ότι το καθαρό στόμα καθαρίζει και την καρδιά. Και στην καθαρή καρδιά κατοικεί ο Άγιος Θεός. Αν όμως σε νικήσει η γλώσσα σου, πίστεψέ με, δεν πρόκειται να προκόψεις ποτέ στην αρετή και η ψυχή σου θα είναι άδεια, σαν το στάχυ που δεν έχει καρπό.

  • Όταν θέλεις να συμβουλέψεις κάποιον στο καλό, πρώτα να του δείξεις την αγάπη σου και μετά με λεπτότητα και προσοχή να του κάνεις την παρατήρηση, προσέχοντας να μην τον πληγώσεις. Γιατί αυτός θα παρατηρήσει πρώτα την αγάπη που θα του δείξεις, κι ύστερα θα προσέξει την παρατήρηση που θα του κάνεις. Έτσι θα τον ωφελήσεις χωρίς να βλαφτεί η ψυχή του.

  • Όσο ο άνθρωπος αποτραβιέται από τα πράγματα του κόσμου τόσο περισσότερο πλησιάζει τον Θεό.

  • Να μη λυπάσαι όταν συναντάς στενοχώριες και δυσκολίες στη ζωή σου, γιατί όλ΄αυτά γίνονται κατά παραχώρηση Θεού, για την ψυχική σου ωφέλεια. Ακόμη ούτε τον θάνατο να φοβάσαι. Γιατί βλέποντας ο Θεός την υπομονή σου, θα σε βοηθήσει να φτάσεις στην νίκη, εκεί όπου θ΄απολαύσεις τα αιώνια αγαθά, που ετοίμασε για κείνους που τον αγαπούν αληθινά.

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Νείλος ο Ασκητής

Κεφάλαια περί Προσευχής

Μετάφραση: Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη
Από το βιβλίο του Αρχιμ. Ευσεβίου Νίττη Εις ύψος νοητόν, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας



Πρόλογος

Την ώρα, που με καίει ο πυρετός και με συνέχει η φλόγωση των ακαθάρτων παθών, με τονώνεις, όπως πάντα, καθώς πιάνω τα θεαγάπητα γράμματά σου παρηγορώντας το νού μου τον κατάκοπο, που σε ό,τι αισχρό περιδιαβάζει. Κι αυτό, γιατί εσύ μακάρια μιμήθηκες το μεγάλο καθηγητή και δάσκαλο. Καθόλου παράδοξο αυτό, γιατί δικό σου μερτικό είναι πάντα τα σπουδαία όπως ήταν του ευλογημένου Ιακώβ. Αφού δηλαδή δούλεψες καλά για χάρη της Ραχήλ και πήρες αντί γι’αυτήν τη Λεία (Γεν.κθ΄ 25), ζητάς τώρα κι εκείνη, που λαχταράς, γιατί ασφαλώς συμπλήρωσες κι αυτής τα εφτά χρόνια.

Εγώ δεν θα μπορούσα ν' αρνηθώ για λόγου μου, πως αν και κόπιασα όλη τη νύχτα, όμως δεν έχω πιάσει τίποτα. Μολοντούτο όταν, μια και μου το 'πες εσύ, πέταξα τα δίχτυα, ψάρεψα πλήθος ψάρια. Δε λέω βέβαια πως είναι μεγάλα, πάντως είναι εκατόν πενήντα τρία (πρβλ. Ιω.κα΄ 11). Και τα ’στειλα μέσ’ στο κοφίνι της αγάπης (αυτό μαρτυρούν τα ισάριθμα κεφάλαια) έχοντας έτσι εκτελέσει την προσταγή σου.

Σε θαυμάζω και ζηλεύω την εξαιρετική πρόθεση, που δείχνεις, αγαπώντας βαθιά τα κεφάλαια περί προσευχής. Γιατί δε λαχταράς απλώς αυτά, που χρωστούν σε χέρια την ύπαρξή τους και είναι γραμμένα με μελάνη, αλλά εκείνα, που είναι με ασφάλεια βαλμένα στο νού με τη βοήθεια της αγάπης και της αμνησικακίας. Επειδή όμως όλα έχουνε διπλό χαρακτήρα, δέξου και όσα σου στέλνω το ένα δίπλα στο άλλο σύμφωνα με όσα λέει ο σοφός Ιησούς του Σειράχ (Σοφ. Σει. μβ΄ 24) και νιώσε εκτός από το γράμμα και το πνεύμα τους, γιατί το νόημα πάει πριν από το γράμμα. Αν δηλαδή λείπει το νόημα ούτε και το γράμμα θα υπάρχει. Δύο λοιπόν είναι οι τρόποι προσευχής. Ο ένας είναι πρακτικός κι ο άλλος ενθεωρητικός. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αριθμούς. Το ένα στοιχείο τους, είναι προφανές, είναι η ποσότητα. Το άλλο στοιχείο, το σημαινόμενο, είναι η ποιότητα. Έχοντας δηλαδή διαπραγματευθεί το θέμα της προσευχής σε εκατόν πενήντα τρία κεφάλαια σου έχω στείλει ευαγγελικό μισθό για να βρείς την τερπνότητα του συμβολικού αριθμού και το τριγωνικό και εξαγωγικό σχημα, που υποδηλώνει ταυτόχρονα από τη μια μεριά ευσέβεια γεμάτη γνώση της αγίας Τριάδος και από την άλλη διάγραμμα ετούτου εδώ του κειμένου. Αλλά και ο αριθμός εκατό είναι, αν τον πάρεις μοναχό του, τετράγωνος. Ο αριθμός πενήντα τρία είναι τριγωνικός και σφαιρικός, γιατί ο αριθμός εικοσιοχτώ, που είναι το ένα κομμάτι, είναι τριγωνικός, ενώ ο αριθμός εικοσιπέντε, το άλλο κομμάτι, είναι σφαιρικός, αφού πέντε φορές το πέντε μας κάνει εικοσιπέντε.

Έχεις λοιπόν το τετραγωνικό σχήμα όχι μόνο με την τετρακτύν (δηλαδή το άθροισμα των τεσσάρων πρώτων αριθμών 1+2+3+4=10) των αρετών, αλλά και τη σοφή γνώση αυτού του αιώνος, που μοιάζει με τον αριθμό εικοσιπέντε, γιατί οι χρόνοι είναι σφαιρικοί. Ο χρόνος κυλάει βδομάδα τη βδομάδα, μήνα το μήνα, χρονιά τη χρονιά και εποχή την εποχή, όπως βλέπουμε στην κίνηση του ήλιου και της σελήνης, της άνοιξης και του καλοκαιριού και τα λοιπά.

Το τρίγωνο θα μπορούσε να σημαίνει για σένα τη γνώση της αγίας Τριάδος. Υπάρχει όμως και άλλη θεώρηση του αριθμού. Αν λάβεις υπόψη σου το σύνολο του αριθμού, επειδή είναι τριγωνικός, σκέψου τότε πως ο αριθμός εκατόν πενήντα τρία προσφέρει την πρακτική, τη φυσική και τη θεολογική γνώση ή την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη (Α΄Κορ. ιγ΄13), χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμα πετράδια (πρβλ. Α΄Κορ. γ΄12). Τέτοιο λοιπόν είναι το νόημα του αριθμού. Ελπίζω όμως πως δεν θα περιφρονήσεις την ευτέλεια των κεφαλαίων αυτών ως μαθημένος να χορταίνεις, αλλά και να στερείσαι (Φιλιπ. δ΄12). Ναι, βέβαια δεν θα τα περιφρονήσεις και γιατί ακόμα θυμάσαι εκείνον, που δεν παραπέταξε τα δύο λεπτά της χήρας (Μάρκ.ιβ΄42) αλλά τα δέχτηκε πιο πολύ, κι από πολλών τον πλούτο. Επειδή λοιπόν ξέρεις να φυλάς της εύνοιας και της αγάπης τον καρπόν για τους γνήσιους αδελφούς σου, προσευχήσου και για μένα τον άρρωστο αδελφό σου. Προσευχήσου να γίνω γερός και σηκώνοντας απ’εδώ κι εμπρός τον «κράββατόν» μου (Μάρκ.ιβ΄11) να περπατώ με τη χάρη του Χριστού. Αμήν.


ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

1. Αν θέλει κανένας να φκιάσει ευωδιαστό θυμίαμα, πρέπει να συνθέσει σε ίση ποσότητα διάφανο και καθαρό λιβάνι, κασσία, όνυχα και στακτή, σύμφωνα με όσα λέει ο Νόμος (πρβλ. Εξόδ. λ΄ 34). Αυτά τα υλικά υποδηλώνουν τις τέσσερις βασικές αρετές. Αν έχουν δηλαδή όλη την πληρότητα και είναι στον ίδιο βαθμό αναπτυγμένες τότε δεν πρόκειται να προδοθεί ο νούς.

2. Όταν καθαρθεί η ψυχή με την πληρότητα των εντολών, δηλαδή με την εκπλήρωση και εφαρμογή τους, τότε κάνει ακλόνητη την τάξη του νού, καθιστώντας τον ικανό να δεχτεί την κατάσταση εκείνη, που αναζητάει.

3. Η προσευχή είναι επικοινωνία του νού με το Θεό. Σε ποια κατάσταση, αλήθεια, πρέπει να βρίσκεται ο νούς για να μπορέσει να απλωθεί και εκταθεί αμετάστροφα ως τον Δεσπότη του και να τον συναναστρέφεται συνομιλώντας μαζί του χωρίς την παρεμβολή κανενός ενδιαμέσου;

4. Αν, όταν προσπάθησε ο Μωϋσής να πλησιάσει τη φλεγόμενη βάτο, εμποδίστηκε, ώσπου να λύσει το υπόδημα των ποδιών του (Εξόδ. γ΄ 5), πώς εσύ, που θέλεις να ιδείς τον πέρα από κάθε αίσθηση και έννοια και να γίνεις φίλος του, δεν θα πρέπει να λύσεις και να πετάξεις από πάνω σου κάθε νόημα μολυσμένο από πάθος;

5. Πριν από κάθε τι άλλο να προσεύχεσαι να λάβεις το δώρο των δακρύων, για να μαλακώσεις με το πένθος την αγριάδα, που υπάρχει μέσα στην ψυχή σου, και, αφού κατηγορώντας τον εαυτό σου ομολογήσεις στον Κύριο τις ανομίες σου, να πετύχεις την άφεση των αμαρτιών εκ μέρους του.

6. Να χρησιμοπειείς τα δάκρυα για την πραγμάτωση κάθε αιτήματος. Γιατί χαίρεται πολύ ο Δεσπότης σου, όταν προσεύχεσαι με δάκρυα.

7. Αν χύνεις άφθονα δάκρυα στην προσευχή σου, μην το παίρνεις καθόλου επάνω σου, σαν τάχατες να στέκεις πιο ψηλά απ’τους πολλούς. Γιατί με δάκρυα έχει αποχτήσει δύναμη η προσευχή σου, για να μπορέσεις πρόθυμα να ομολογήσες τις αμαρτίες σου και να εξευμενίσεις το Δεσπότη. Μη μετατρέψεις λοιπόν σε πάθος ό,τι αποτελεί προφύλαξη από τα πάθη, για να μην παροργίσεις πιο πολύ αυτόν, που έχει δώσει τη χάρη.

8. Πολλοί χύνοντας δάκρυα για τις αμαρτίες τους, επειδή ξέχασαν το σκοπό των δακρύων, κατάντησαν σε τρέλα ξεφεύγοντας απ’αυτόν.

9. Στάσου επίμονα και προσευχήσου έντονα και σιχάσου τις συνομιλίες των φροντίδων και των λογισμών. Γιατί σε ταράζουν και σε συγχύζουν για να σε κάνουν άτονο.

10. Όταν σε ιδούν οι δαίμονες πρόθυμο να προσευχηθείς αληθινά, τότε βάζουν με τέχνη μέσα σου σκέψεις μερικών πραγμάτων τάχατες αναγκαίων και ύστερ’από λίγο σε κάνουν να τα ξεχάσεις κινώντας έτσι το νού σε αναζήτησή τους. Κι ο νούς μη βρίσκοντάς τα πέφτει σε κατάσταση αθυμίας και λύπης. Όταν όμως σταθεί σε προσευχή, του θυμίζουν αυτά, που αναζητούσε και είχε στη μνήμη του, με το σκοπό να κινηθεί ο νούς για απόχτηση της γνώσης τους και να χάσει την καρποφόρα προσευχή.

11. Αγωνίσου να κρατάς το νού σου την ώρα της προσευχής κουφό και άλαλο. Έτσι θα μπορέσεις να προσευχηθείς.

12. Όταν σε συναντήσει πειρασμός ή ολοένα σε ερεθίζει διάθεση αντιλογίας με σκοπό να κινήσεις την οργή σου εναντίον του σατανά ή να βγάλεις άναρθη κραυγή, θυμήσου την προσευχή και την κρίση, που γίνεται όσο αυτή διαρκεί, και παρευθύς θα ηρεμήσει η άτακτη κίνηση μέσα σου.

13. Όσα κάνεις για να αμυνθείς εναντίον του αδελφού σου, που σε έχει αδικήσει, όλα θα σου γίνουν σκάνδαλο την ώρα της προσευχής.

14. Η προσευχή είναι βλάστημα πραότητας και αοργησίας.

15. Η προσευχή είναι προβολή χαράς και ευχαριστίας.

16. Η προσευχή είναι προφύλαγμα από λύπη και αθυμία (κακοκεφιά).

17. Πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασε την αξία τους στους φτωχούς (Ματθ. ιθ΄ 21) και φορτωμένος το σταυρό απαρνήσου τον εαυτό σου (Ματθ. ις΄ 24), για να μπορέσεις να προσευχηθείς απερίσπαστα.

18. Αν θέλεις να προσεύχεσαι αξιέπαινα, να απαρνιέσαι κάθε στιγμή και κάθε ώρα τον εαυτό σου και πάσχοντας τα πάνδεινα να στοχάζεσαι βαθιά πάνω στην προσευχή.

19. Θα βρείς τον καρπό της όποιας δυσχέρειας υπομένεις, φιλοσοφώντας την την ώρα της προσευχής.

20. Αν λαχταράς να προσευχηθείς όπως πρέπει, να μην πικραίνεις καμιά ψυχή. Αλλιώς άδικα τρέχεις.

21. Άφησε το δώρο σου, λέει το ιερό Ευαγγέλιο, μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα συμφιλιώσου με τον αδερφό σου (Ματθ. ε΄24) και τότε θα προσευχηθείς χωρίς καμιά ταραχή. Γιατί η μνησικακία αμαυρώνει και αδυνατίζει το ηγεμονικό της ψυχής, το νου, και σκοτίζει τις προσευχές σου.

22. Όσοι σωριάζουν λύπες και μνησικακίες μέσα τους, μοιάζουν μ’αυτούς, που βγάνουν νερό από το πηγάδι και το αδειάζουν σε τρύπιο πιθάρι.

23. Αν είσαι υπομονετικός, θα προσεύχεσαι με χαρά.

24. Όταν προσεύχεσαι όπως πρέπει, θα συναντήσεις τέτοια πράγματα, που να σου φαίνεται πως μ’όλο σου το δίκαιο πρέπει να εξοργιστείς. Δεν υπάρχει όμως δικαιολογημένος θυμός εις βάρος του διπλανού μας. Γιατί αν καλοεξετάσεις, θα βρείς πως είναι δυνατό και δίχως θυμό να τακτοποιηθεί μια χαρά το ζήτημα. Κάνε λοιπόν ό,τι περνάει από το χέρι σου για να μην ξεσπάσεις σε θυμό.

25. Κοίτα μήπως νομίζοντας ότι γιατρεύεις τον άλλο, αποδειχτείς εσύ ο ίδιος αγιάτρευτος και βάζεις εμπόδια στην προσευχή σου.

26. Αν αποφεύγεις το θυμό, θα βρείς κα συ έλεος και θα φανείς φρόνιμος και θα λογαριαστείς κι εσύ ανάμεσα σ’εκείνους που προσεύχονται.

27. Αν αρματώνεσαι ενάντια στο θυμό, δεν πρέπει να ανέχεσαι καμιά επιθυμία. Γιατί αυτή δίνει υλικό στο θυμό κι αυτός με τη σειρά του ταράζει το νοητό (νοερό) μάτι, βλάφτοντας πολύ την πνευματική κατάσταση, που μέσα μας δημιουργεί η προσευχή.

28. Μην προσεύχεσαι μόνο με την εξωτερική στάση, αλλά παρακίνα το νού σου να έρχεται σε συναίσθηση της πνευματικής προσευχής με πολύ φόβο.

29. Μερικές φορές ευθύς ως πας για προσευχή, θα προσευχηθείς καλά. Κι άλλοτε πάλι, κι αν ακόμα κουραστείς πολύ, δε θα πετύχεις το σκοπό αυτό. Και τούτο για να ζητήσεις ακόμη πιο πολύ προσευχή και, αφού τη λάβεις να μη φοβάσαι μη τυχόν και σου αρπάξουν το κατόρθωμα.

30. Όταν έρθει άγγελος, μονομιάς φεύγουν όλοι όσοι μας ενοχλούν και βρίσκεται ο νούς σε πολλή άνεση καθώς προσεύχεται σωστά. Άλλοτε όμως, όταν μας έρχεται ο συνηθισμένος πόλεμος, χτυπιέται και αγωνίζεται ο νούς και δεν του επιτρέπεται κεφάλι να σηκώσει, γατί έχει πιά αποκτήσει την ποιότητα λογής λογής παθών. Όμως ζητώντας πιο πολύ θα βρεί. Κι αν χτυπάει την πόρτα, θα του ανοίξουν (πρβλ. Ματθ. ζ΄8).

31. Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα δικά σου θελήματα, γιατί χωρίς άλλο δε συμφωνούν με του Θεού το θέλημα. Να προσεύχεσαι μάλλον καθώς διδάχτηκες λέγοντας «γενηθήτω το θέλημα σου εν εμοί» (πρβλ. Λουκ.κβ΄42). Και για κάθε πράγμα με τον ίδιο τρόπο να ζητάς να γίνεται το δικό του θέλημα. Γιατί θέλει ο Θεός το αγαθό κι αυτό, που συμφέρει στην ψυχή σου. Εσύ οπωσδήποτε δεν θα το ζητάς αυτό.

32. Πολλές φορές στην προσευχή μου ζήτησα να γίνει αυτό, που εγώ νόμιζα καλό. Και επέμεινα στο αίτημα εκβιάζοντας ασυλλόγιστα το θέλημα του Θεού μη αναθέτοντας σ’αυτόν να οικονομήσει ό,τι εκείνος ξέρει για συμφέρον μου. Και όμως, όταν έλαβα ό,τι ζητούσα δυσανασχέτησα πολύ, επειδή δε ζήτησα να γίνει μάλλον το θέλημα του Θεού. Δεν ανταποκρίθηκε δηλαδή στις προσδοκίες μου ό,τι του ζήτησα.

33. Τι είναι αγαθό παρά ο Θεός; Ας αναθέσουμε λοιπόν σ’αυτόν όλα μας τα ζητήματα κι όλα θα πάνε καλά για μας. Γιατί αυτός, που είναι αγαθός, είναι οπωσδήποτε και αγαθών δωρεών χορηγός.

34. Μη λυπάσαι, όταν δεν παίρνεις από το Θεό αμέσως ό,τι ζητάς. Γιατί θέλει να σε ευεργετήσει ακόμα πιο πολύ, αν μένεις αφοσιωμένος σ’αυτόν με την επίμονη προσευχή. Και τι άλλο είναι ανώτερο από τη συναναστροφή σου με το Θεό και από την απασχόλησή σου με τη μαζί του επικοινωνία;

35. Απερίσπαστη προσευχή είναι ύψιστη νόηση του νού.

36. Η προσευχή είναι ανάβαση του νού προς το Θεό.

37. Αν ποθείς να προσευχηθείς, απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το πάν.

38. Προσευχήσου πρώτα να γίνεις καθαρός από τα πάθη. Προσευχήσου δεύτερο να απαλλαγείς από την άγνοια και τη λήθη. Προσευχήσου τρίτο να γλιτώσεις από κάθε πειρασμό και εγκατάλειψη.

39. Ζήτα στην προσευχή σου μόνο τη δικαιοσύνη του Θεού και τη βασιλεία του (Ματθ.ς΄33), δηλαδή την αρετή και τη γνώση. Κι όλα τα υπόλοιπα θα σου προστεθούν.

40. Είναι δίκαιο να μην προσεύχεσαι μόνο για τη δική σου κάθαρση, αλλά και για κάθε συνάνθρωπό σου, για να μιμηθείς τον αγγελικό τρόπο προσευχής.

41. Πρόσεχε αν στέκεις αληθινά μπρός στον Θεό την ώρα της προσευχής σου ή μήπως νικιέσαι από ανθρώπινο έπαινο κι αυτόν βιάζεσαι να κυνηγήσεις με πρόσχημα το μάκρεμα της προσευχής.

42. Αν προσεύχεσαι μαζί με αδελφούς ή και μόνος σου, αγωνίζου να μην προσεύχεσαι από συνήθεια, αλλά από (και με) συναίσθηση.

43. Συναίσθηση προσευχής σημαίνει ευλαβική και κατανυκτική περίσκεψη και οδύνη της ψυχής με ομολογία των κριμάτων της και μυστικούς στεναγμούς.

44. Αν ο νούς σου ξεκλέβεται ακόμα την ώρα της προσευχής, δεν κατάλαβε ακόμα πως ο μοναχός προσεύχεται, αλλά είναι ακόμα κοσμικός, που στολίζει την εξωτερική σκηνή.

45. Όταν προσεύχεται, φύλαγε με όλη σου τη δύναμη τη μνήμη σου, για να μη σου αραδιάζει τα δικά της, αλλά να παρακινάς τον εαυτό σου να λαβαίνει συνείδηση πως στέκεις μπροστά στο Θεό. Γιατί συνήθως ξεκλέβεται πολύ ο νούς από τη μνήμη την ώρα της προσευχής.

46. Όταν προσεύχεσαι, σου φέρνει η μνήμη ή φαντασίες παλιών πραγμάτων ή καινούργιες φροντίδες ή το πρόσωπο αυτουνού, που σε έχει πικράνει.

47. Ο δαίμονας φθονεί πολύ τον άνθρωπο, που προσεύχεται, και χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να παραβλάψει το σκοπό του. Δεν παύει λοιπόν να βάζει σε κίνηση τα νοήματα (έννοιες) των πραγμάτων δια μέσου της μνήμης και ανακατεύει όλα τα πάθη δια μέσου της σάρκας για να μπορέσει να τον εμποδίσει στον άριστο δρόμο και την εκδημία του στο Θεό.

48. Όταν, αν και έκανε πολλά ο παμπόνηρος δαίμονας, δεν μπορέσει να δημιουργήσει εμπόδια στην προσευχή του δικαίου, χαλαρώνει τότε για λίγο την πίεσή του και μετά τον εκδικιέται όταν προσευχηθεί. Γιατί ή αφανίζει, ερεθίζοντάς τον σε οργή, την εξαίρετη κατάσταση της προσευχής, που δημιουργείται μέσα του, ή, ερεθίζοντάς τον σε αλόγιστη ηδονή,περιγελάει υβριστικά το νού.

49. Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, περίμενε αυτά, που δεν πρέπουν, και αντιστάσου γενναία φυλάγοντας τον καρπό σου. Γιατί από την πρώτη αρχή έχεις ταχθεί σε τούτο ακριβώς το έργο, δηλαδή στο «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» (Γενέσ. β΄15). Μη λοιπόν, αφού δούλεψες, αφήνεις αφύλαχτο ό,τι πραγματοποιήθηκε. Αλλιώς δεν ωφελεί σε τίποτε η προσευχή σου.

50. Όλος ο πόλεμος, που γίνεται ανάμεσα σε μας και τους ακάθαρτους δαίμονες, δε γίνεται για τίποτε άλλο παρά για την πνευματική προσευχή. Οι δαίμονες εχθρεύονται πολύ την προσευχή και τους είναι πολύ δυσάρεστη, ενώ για μας είναι σωτήρια και πάρα πολύ χρήσιμη.

51. Τι θέλουν να ενεργούν μέσα μας οι δαίμονες; Γαστριμαγία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα υπόλοιπα πάθη, ώστε, αφού χοντρήνει ο νούς από αυτά, να μην μπορεί να προσευχηθεί όπως πρέπει. Γιατί όταν κυριαρχήσουν τα πάθη του μη λογικού μέρους της ψυχής, δεν αφήνουν το νού να κινείται λογικά.

52. Εργαζόμαστε και εφαρμόζουμε τις αρετές για τους λόγους των γεγονότων, αυτών, που έχουν γίνει, των δημιουργημάτων δηλαδή. Και του λόγους των γεγονότων για το λόγο, που τους δίνει ουσία και ύπαρξη. Κι αυτός συνήθως φανερώνεται στην κατάσταση της προσευχής.

53. Κατάσταση προσευχής είναι μόνιμη ψυχική διάθεση, ελεύθερη από πάθη, που αρπάζει το φιλόσοφο νού σε ύψος νοητό με πολύ σφορδό έρωτα.

54. Δεν πρέπει να είναι όποιος θέλει να προσευχηθεί αληθινά, μόνο κύριος του θυμού και της επιθυμίας, αλλά και ελεύθερος από κάθε νόημα εμπαθές (διαποτισμένο ή επηρεασμένο από πάθος).

55. Όποιος αγαπάει το Θεό, κουβεντιάζει μαζί του σαν με τον πατέρα του, ενώ ταυτόχρονα σιχαίνεται κάθε νόημα γεμάτο παθος (εμ-παθές).

56. Το ότι κάποιος έχει πετύχει την απάθεια, δε σημαίνει πως και προσεύχεται αληθινά. Γιατί μπορεί να βρίσκεται μπλεγμένος στα γυμνά νοήματα και να τραβάει την προσοχή του η γνώση στα γυμνά νοήματα και να βρίσκεται μακρυά από το Θεό.

57. Όταν δε μένει ώρα πολλή ο νούς στις γυμνές έννοιες των πραγμάτων, δε σημαίνει αυτό πως έφτασε κι όλας σε κατάσταση προσευχής. Γιατί μπορεί να βρίσκεται πάντα σε κατάσταση θεωρίας των πραγμάτων (δηλ. έννοιες πραγμάτων), δίνουν σχήμα και μορφή στο νού και τον οδηγούν μακρυά από το Θεό.

58. Αν ο νούς δεν ξεπέρασε τη θεωρεία (θεώρηση) της σωματικής φύσης, δεν είδε τέλεια τον τόπο του Θεού. Γιατί μπορεί να μένει στην γνώση των πραγμάτων και να παίρνει μορφή σύμφωνη μ’αυτά.

59. Αν θέλεις να προσευχηθείς, έχεις ανάγκη του Θεού, που δίνει «ευχήν τω ευχομένω» δίνει λόγια προσευχής σ’όποιον προσεύχεται (Α΄ Βασ. β΄ 9). Να τον επικαλείσαι λοιπόν λέγοντας «αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ.ς΄9), δηλαδή να έρθει το Άγιο Πνεύμα και ο Μονογενής Σου Υιός. Γιατί έτσι μας δίδαξε ο Χριστός, όταν έλεγε, πως πρέπει να προσκυνούμε και να λατρεύουμε τον Πατέρα «εν Πνεύματι και αληθεία» (Ιω. δ΄ 24).

60. Όποιος προσεύχεται «εν πνεύματι και αληθεία» δε δοξάζει το Θεό παίρνοντας αφορμή από τα κτίσματα, αλλά τον υμνεί παίρνοντας αφορμή από αυτόν τον ίδιο.

61. Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς αληθινά. Κι αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος.

62. Όταν ο νούς σου, από πολύν πόθο για το Θεό μοιάζει να αποτραβιέται σιγά σιγά από τη σάρκα και σιχαίνεται όλα τα νοήματα, που προέρχονται από τις αισθήσεις ή τη μνήμη ή την ιδιοσυγκρασία γεμίζοντας από χαρά και ευλάβεια, τότε να θεωρείς πως έχεις πλησιάσει τα όρια της αληθινής προσευχής.

63. Συμπάσχοντας με την ασθένειά μας το Άγιο Πνεύμα έρχεται σε μάς αν και είμαστε ακάθαρτοι. Κι αν βρεί να προσεύχεται μόνον ο νούς σ’αυτό και σύμφωνα με την αλήθεια, τότε επιβιβάζεται σ’αυτόν και εξαφανίζει όλη τη φάλαγγα των λογισμών ή των νοημάτων, που τον περικυκλώνει, παρακινώντας τον σε έρωτα πνευματικής προσευχής.

64. Όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες δημιουργούν στο νού σκέψεις ή ιδέες ή εσωτερικές θεωρήσεις (θεάσεις) αλλοιώνοντας το σώμα. Ο Κύριος όμως κάνει το αντίθετο. Τοποθετεί μέσα στο νού τη γνώση, επιβαίνοντας στον ίδιο το νού αυτών, που θέλει. Και δια μέσου του νού κατευνάζει και καταπραΰνει την ακράτεια του σώματος.

65. Όποιος αγαπάει την αληθινή προσευχή, αλλά θυμώνει και μνησικακεί, δεν είναι αψεγάδιαστος. Γιατί μοιάζει μ’εκείνον, που θέλει να βλέπει καλά και καθαρά, αλλά κουνάει ταραγμένα και νευρικά τα μάτια του.

66. Αν ποθείς να προσευχηθείς, μην κάνεις τίποτε από όσα είναι αντίθετα από την προσευχή, για να σε πλησιάσει ο Θεός και να συμπορευθεί μαζί σου.

67. Μη συλλάβεις μέσα σου οποιοδήποτε σχήμα του Θεού, όταν προσεύχεσαι, και μην επιτρέπεις να λάβει κάποια μορφή ο νούς, αλλά να προσεύχεσαι άυλα στον άυλο και θα καταλάβεις.

68. Φυλάξου από τις παγίδες των εχθρών. Συμβαίνει δηλαδή ενώ προσεύχεσαι καθαρά και χωρίς εσωτερική ταραχή, να σου έρχεται μονομιάς κάποια μορφή παράδοξη και αλλόκοτη και να σου δημιουργεί μεγάλη ιδέα για τον ευατό σου, επειδή στη μορφή εκείνη τοποθετείς το Θεό. Κι αυτό, για να σε πείσει πως με το μέγεθος, δηλαδή αυτή η αλλόκοτη μορφή, που σου φανερώθηκε έτσι μονομιάς και ξαφνικά είναι το θείο. Όμως το θείο είναι άποσο (ξένο προς κάθε ποσότητα και μέγεθος) και ασχημάτιστο (ελεύθερο από κάθε περιοριστικό εξωτερικό σχήμα).

69. Όταν ο φθονερός δαίμονας δεν θα μπορέσει να κινήσει τη μνήμη την ώρα της προσευχής, τότε εκβιάζει την κράση του σώματος να παράγει κάποια φαντασία στο νού και να του αλλάξει έτσι (του νού δηλαδή) τη μορφή. Κι αυτός, που είναι συνηθισμένος να βρίσκεται πάντα μαζί με νοήματα, εύκολα λυγίζει. Κι όποιος βιάζεται να φτάσει στην άυλη και ασχημάτιστη γνώση, ξεγελιέται κατέχοντας καπνό αντί για φώς.

70. Στάσου στη σκοπιά σου φυλάγοντας το νού σου από νοήματα την ώρα της προσευχής, για να ολοκληρώσεις την αίτησή σου και να μείνεις στην ηρεμία σου σταθερά, ώστε να επιφοιτήσει και σε σένα αυτός, που συμπάσχει με όσους αγνοούν. Και τότε θα λάβεις δώρο προσευχής παρά πολύ λαμπρό.

71. Δεν θα μπορέσεις να προσευχηθείς καθαρά, αν μπερδεύεσαι με υλικά πράγματα και ταράζεσαι με αδιάκοπες φροντίδες. Γιατί προσευχή είναι απόθεση (απομάκρυση από το νού, απαλλαγή του από) νοημάτων.

72. Ο δεμένος δεν μπορεί να τρέξει. Ούτε νούς, που δουλεύει σαν σκλάβος σε πάθος, μπορεί να ιδεί τόπο προσευχής πνευματικής. Γιατί τραβιέται και μεταφέρνεται εδώ κι εκεί απ΄το εμπαθές (δηλαδή το δέσμιο σε πάθος) νόημα και υπό την προϋπόθεση αυτή δεν θα έχει τόπο, όπου να στέκεται ακλόνητα και σταθερά.

73. Όταν λοιπόν ο νούς προσεύχεται καθαρά και ελεύθερος από πάθη (απαθώς), τότε οι δαίμονες δεν του κάνουν επίθεση από τα αριστερά (δηλαδή με αρνητικό τρόπο), αλλά από τα δεξιά (δηλαδή με θετικό τρόπο). Του υποβάλλουν δηλαδή μια ιδέα και κάποιο σχήμα από αυτά, που αγάπαει η αίσθηση, ώστε να του φαίνεται πως πέτυχε τέλεια το σκοπό της προσευχής. Και αυτό, είπε ένας με φωτισμένη γνώση άνθρωπος, γίνεται από το πάθος της κενοδοξίας και προκαλείται από το δαίμονα, που αγγίζει τον εγκέφαλο.

74. Νομίζω πως ο δαίμονας, ο οποίος αγγίζει τον τόπο, που ανάφερα πιο πάνω, μετατρέπει το γύρω από το νού φώς όπως θέλει. Έτσι κινείται το πάθος της κενοδοξίας σε λογισμό, ο οποίος δίνει ανόητα τέτοια μορφή στον ασχημάτιστο νού, που να φαίνεται σαν εντοπισμός της θείας και ουσιώδους γνώσεως. Κι αν ένας τέτοιος άνθρωπος δεν ενοχλείται από σαρκικά και ακάθαρτα πάθη, αλλά τάχα βρίσκεται στον τόπο της προσευχής με καθαρή διάθεση, του φαίνεται πως δεν του συμβαίνει μέσα του πια καμιά αντίθετη ενέργεια υποθέτει επομένως πως η εμφάνιση στο νού του, που γίνεται από το δαίμονα, είναι θεία. Αυτό το κάνει ο δαίμονας με πολλή επιτηδειότητα και δια μέσου του εγκεφάλου αλλοιώνει το φώς, που συνδέεται με τον εγκέφαλο, και του δίνει τέτοια μορφή, που αναφέραμε προηγουμένως.

75. Όταν έρθει άγγελος Θεού, μ’ένα του λόγο μόνο παύει από πάνω μας κάθε εχθρική ενέργεια και κινεί το φώς του νού, ώστε να ενεργεί χωρίς παραπλάνηση.

76. Αυτό, που λέγεται στην Αποκάλυψη, ότι ο άγγελος φέρνει το θυμίαμα για να το προσφέρει με τις προσευχές των αγίων (Αποκαλ. η΄ 3-4), νομίζω πως είναι αυτή η χάρη, που ενεργείται δια μέσου του αγγέλου. Γιατί βάζει μέσα στην ψυχή γνώση της αληθινής προσευχής, ώστε να μένει στο εξής ο νούς έξω από κάθε κλονισμό, ακηδία (πνευματική νάρκη και αδράνεια) και αμέλεια.

77. Λέγεται στην Αποκάλυψη πως οι φιάλες των θυμιαμάτων είναι οι προσευχές των αγίων, τις οποίες κρατούσαν οι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι (Αποκ. ε΄8). Πρέπει κάτω από την εικόνα της φιάλης να εννοήσουμε τη φιλία με το Θεό, δηλαδή την τέλεια και πνευματική αγάπη, που, όταν υπάρχει, γίνεται η προσευχή «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιω. δ΄ 23-24).

78. Όταν νομίσεις πως δεν χρειάζεσαι δάκρυα στην προσευχή σου, σκέψου πόσο απέχεις από το Θεό, ενώ έπρεπε να είσαι διαρκώς μαζί του και μέσα του, και τότε θα δακρύσεις με μεγαλύτερη θέρμη.

79. Βεβαιότατα, όταν έχεις επίγνωση των μέτρων σου, ευχαρίστως θα πενθήσεις ελεεινολογώντας τον εαυτό σου σύμφωνα με ό,τι λέει ο προφήτης Ησαΐας πως, αν και είσαι ακάθαρτος και βρίσκεσαι ανάμεσα σε τέτοιο λαό (παθών), τολμάς να στέκεις μπροστά στον Κύριο σαβαώθ (Ησ.ς΄ 5);

80. Αν προσεύχεσαι αληθινά, θα βρείς πολλή εσωτερική πληροφόρηση. Και θα έρθουν μαζί σου άγγελοι, όπως και στο Δανιήλ, και θα σε φωτίσουν να κατανοήσεις τους λόγους των γινομένων (Δανιήλ β΄ 19).

81. Να ξέρεις πως μας παρακινούν βέβαια οι άγιοι άγγελοι σε προσευχή και μας προστατεύουν με χαρά και προσεύχονται για μας (Ζαχ.α΄ 12, Τωβ. ιβ΄ 12). Αν λοιπόν δείξουμε αμέλεια και δεχτούμε αντιθέτους λογισμούς, τους παροργίζουμε πολύ, γιατί αυτοί βέβαια αγωνίζονται τόσο πολύ για μάς. Εμείς όμως ούτε για τον εαυτό μας δεν θέλουμε να παρακαλέσουμε το Θεό, αλλά καταφρονώντας το ιερό τους λειτούργημα και εγκαταλείποντας το Δεσπότη και Θεό τους συνομιλούμε με τους ακάθαρτους δαίμονες.

82. Να προσεύχεσαι με αταραξία και πραότητα και να ψάλλεις «συνετώς» (Ψαλμ. μς΄ 8), με συναίσθηση δηλαδή και κοσμιότητα και θα μοιάζεις αετόπουλο, που σηκώνεται στα αιθέρια ύψη.

83. Η ψαλμωδία γαληνεύει τα πάθη και κάνει να ηρεμεί η ακράτεια του σώματος. Η προσευχή πάλι κάνει το νού να προβαίνει σ’εκείνη ακριβώς την ενέργεια, που είναι εντελώς δική του.

84. Προσευχή είναι η ενέργεια που πρέπει στην αξία του νού. Είναι με άλλα λόγια ανώτερη και γνήσια χρήση του.

85. Η ψαλμωδία είναι ενέργεια πολύμορφης σοφίας. Και η προσευχή είναι προοίμιο άυλης και πολύμορφης γνώσης.

86. Η γνώση είναι ωραιότατη. Γιατί συμπράττει με την προσευχή ξυπνώντας την άυλη δύναμη του νού με το σκοπό να προβεί σε θεωρεία θείας γνώσης.

87. Αν δεν έλαβες ακόμα χάρισμα προσευχής ή ψαλμωδίας, επίμενε και θα λάβεις.

88. «Έλεγε δε αυτοίς παραβολήν προς το δείν αυτούς πάντοτε προσεύχεσθαι και μην εκκακείν» (Λουκ ιη΄ 1-8: τους είπε ο Κύριος Ιησούς μια παραβολή για να τους διδάξει, πως πρέπει να προσεύχονται και να μην αποκάμνουν επιμένοντας στην προσευχή). Λοιπόν μη χάνεις το θάρρος σου στο μεταξύ μήτε την καλή σου διάθεση, επειδή δεν έχεις λάβει ό,τι ζήτησες. Θα το λάβεις τελικά. Ο Κύριος κατέληξε στο παρακάτω συμπέρασμα στην παραπάνω παραβολή: «Αν και δεν φοβούμαι Θεό και πρόσωπο ανθρώπου δεν ντρέπομαι -είπε μέσα του ο άδικος εκείνος δικαστής-όμως επειδή μου έγινε ενοχλητική η γυναίκα ετούτη -η χήρα- θα της αποδώσω το δίκαιό της». «Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο και ο Θεός θα αποδώσει γρήγορα το δίκαιο σ’αυτούς, που κράζουν σ’Αυτόν νύχτα και μέρα». Έχε λοιπόν χαρά και επίμενε κοπιαστικά στην άγια προσευχή.

89. Μη θέλεις να γίνουν τα ζητήματά σου, όπως φαίνεται σε σένα σωστό, αλλά όπως αρέσει στο Θεό. Και θα είσαι ατάραχος και ευγνώμων (καλόγνωμος) στην προσευχή σου.

90. Κι αν ακόμα σου φαίνεται πως είσαι μαζί με το Θεό, να φυλάγεσαι από το δαίμονα της πορνείας. Γιατί είναι πολύ απατεώνας και πάρα πολύ φθονερός και θέλει να είναι γρηγορότερος από την κίνηση και τη νήψη του νού σου, ώστε αν είναι δυνατό, και από το Θεό να τον αποσπάσει καθώς στέκει μπροστά του με ευλάβεια και φόβο.

91. Αν δείχνεις επιμέλεια στην προσευχή, να ετοιμάζεσαι να δεχτείς επιθέσεις δαιμόνων και να υπομένεις με γενναιότητα τις μάστιγες (πρβλ. Ψαλμ. λζ΄ 18). Γιατί θα σου επιτεθούν σαν άγρια θηρία και θα κακοποιήσουν ολόκληρο το σώμα σου.

92. Να προετοιμάζεσαι σαν έμπειρος αγωνιστής να μην κλονιστείς κι αν ιδείς ξαφνικά κάποιο φανταστικό πλάσμα. Κι αν δείς σπαθί ξεγυμνωμένο εναντίον σου (πρβλ. Αριθ. κβ΄ 23) ή λαμπάδα, που να έρχεται καταπάνω στο πρόσωπό σου, μην ταράζεσαι. Κι αν δείς κάποια σιχαμερή μορφή και ματωμένη, πάλι μη χάνεις το ηθικό σου. Στάσου, αντίθετα, ορθός ομολογώντας την καλή ομολογία (πρβλ. Α΄ Τιμ.ς΄ 12) και τότε θα ιδείς κατάματα τους εχθρούς σου.

93. Όποιος υποφέρει τα λυπηρά, θα πετύχει και τα χαρούμενα. Και όποιος ανέχεται με καρτερικότητα τα αηδιαστικά συμβάματα, δεν θα στερηθεί και τα ευχάριστα.

94. Κοίταξε μη σε ξεγελάσουν οι δαίμονες με καμιά οπτασία. Αντίθετα γύρνα με περίσκεψη στην προσευχή και παρακάλα το Θεό, ώστε αν είναι το νόημα από αυτόν, να σε φωτίσει ο ίδιος. Και έχε θάρρος, γιατί δε θα σταθούν οι σκύλοι, όταν εσύ όλος φωτιά χρησιμοποιείς τη συνομιλία με το Θεό. Γιατί αμέσως θα διωχτούν μακριά, ενώ θα μαστιγώνονται μυστικά από τη δύναμη του Θεού.

95. Είναι δίκαιο να μην αγνοείς και ετούτο το δόλο κάποτε οι δαίμονες χωρίζονται μεταξύ τους. Κι αν φανεί πως ζητάς βοήθεια, μπαίνουν οι υπόλοιποι μετασχηματισμένοι σε αγγέλους και διώχνουν τους πρώτους. Κι αυτό το κάνουν, για να γελαστείς από αυτούς με τη σκέψη πως είναι άγγελοι.

96. Φρόντισε να έχεις πολλή ταπεινοφροσύνη και (ανδρεία=) γενναίο φρόνημα, οπότε δεν πρόκειται να αγγίξει την ψυχή σου επήρεια δαιμονική. «Και μάστιξ ουκ εγγιεί εν τω σκηνώματί σου, ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαί σε» (Ψαλμ.στ'10: Μάστιγες δηλαδή συμφορών δεν θα αγγίξουν την κατοικία σου γιατί θα δώσει στους αγγέλους εντολή για σένα να σε προφυλάξουν). Και οι άγγελοι μυστικά θα απομακρύνουν από κοντά σου όλη την εχθρική ενέργεια.

97. Όποιος φροντίζει να ασκεί την καθαρά προσευχή, θα ακούει θορύβους και χτύπους και φωνές και (θα υποστεί) βλάβες από τους δαίμονες. Όμως δεν θα κατσουφιάσει ούτε θα προδώσει το λογισμό του λέγοντας στο Θεό «ου φοβηθήσομαι κακά ότι συ μετ’εμού ει» (Ψαλμ. κβ΄ 4: Δε θα φοβηθώ μήπως μου συμβεί κανένα κακό, γιατί εσύ είσαι μαζί μου) και τα παρόμοια.

98. Σε περίπτωση πειρασμού αυτού του είδους να κάνεις σύντομη και πολύ εντατική προσευχή.

99. Αν σε απειλήσουν δαίμονες να φανούν ξαφνικά από τον αέρα και να σε ξαφνιάσουν και να παρασύρουν το νού σου, μην τους φοβηθείς. Ούτε να δείξεις ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φροντίδα για την απειλή τους. Γιατί σε φοβερίζουν θέλοντας να δοκιμάσουν αν τυχόν τους προσέχεις ή τους περιφρονείς εντελώς.

100. Αν την ώρα της προσευχής σου βρίσκεσαι μπροστά στον παντοκράτορα και δημιουργό και προνοητή του παντός Θεό, γιατί κάνεις την παράσταση σου αυτή τόσο ανόητα, παραμερίζοντας το φόβο του Θεού, που απ’αυτόν τίποτε δεν είναι μεγαλύτερο; Γιατί φοβάσαι τόσο ανόητα κουνούπια και σκαθάρια; Ή μήπως δεν άκουσες αυτόν, που λέγει «Κύριον τον Θεόν σου φοβήση» (Δευτ. ς΄ 13), δηλαδή να δείχνεις φόβο βαθύ και σεβασμό στον Κύριο και Θεό σου; Και αλλού «Ον φρίττει και τρέμει πάντα από προσώπου της δυνάμεως αυτού» και όσα λέγονται στη συνέχεια; (Στην προσευχή του Μανασσή).

101. Όπως το ψωμί είναι τροφή του σώματος και η αρετή της ψυχής, έτσι και η πνευματική προσευχή είναι τροφή του νού.

102. Μην προσεύχεσαι με φαρισαϊκό, αλλά με τελωνιακό φρόνημα και τρόπο στον ιερό τόπο της προσευχής, για να δικαιωθείς και εσύ από τον Κύριο (Λουκ. ιη΄ 10-14).

103. Να αγωνίζεσαι να μην καταριέσαι κανένα στην προσευχή σου, για να μη γκρεμίζεις όσα χτίζεις, κάνοντας έτσι σιχαμερή την προσευχή σου.

104. Ας σε διδάσκει αυτός, που χρωστούσε τα μύρια (=10.000) τάλαντα. Αν δηλαδή δεν συγχωρέσεις αυτόν, που σου φταίει, ούτε κι εσύ ο ίδιος θα πετύχεις τη συγχώρεση. Γιατί, λέει το άγιο Ευαγγέλιο, τον παρέδωσε (τον χρεώστη των μυρίων ταλάντων που δεν συγχώρεσε το δικό του χρεώστη) στους βασανιστές (Ματθ. ιη΄ 24-35).

105. Διώχνε μακριά σου τις ανάγκες του σώματος την ώρα της προσευχής, για να μη χάσεις το μέγιστο κέρδος της προσευχής σου όταν σε τσιμπάει ψύλλος ή ψείρα ή κουνούπι ή μύγα.

106. Έφτασε ως εμένα η φήμη για κάτι, που συνέβηκε σ’έναν άγιο. Όταν εκείνος προσευχόταν, του αντιστεκόταν τόσο πολύ ο πονηρός, ώστε μόλις σήκωνε τα χέρια του σε προσευχή να παίρνει ο πονηρός τη μορφή λεονταριού και να σηκώνει τα δύο του μπροστινά ποδάρια για να μπήξει τα νύχια του στα νεφρά του κι από τις δύο μεριές και να μη φεύγει απ’αυτόν προτού να κατεβάσει ο άγιος τα χέρια του, πριν δηλαδή να τελειώσει την προσευχή του. Εκείνος όμως ποτέ δεν κατέβαζε τα χέρια του από την δεητική τους ύψωση προτού κάνει τις συνηθισμένες του ευχές.

107. Τέτοιος ήταν, όπως τον γνώρισα, και ο Ιωάννης ο μικρός, που έζησε τη ζωή της ησυχίας σε λάκκο. Είπα ο Ιωάννης ο «μικρός», πιο σωστό όμως θα ήταν να έλεγα ο πάρα πολύ μεγάλος μοναχός. Αυτός έμεινε ακίνητος στην επικοινωνία του με το Θεό, ενώ ο δαίμονας σαν φίδι μεγάλο τυλίχθηκε ολόγυρα στο σώμα του μασώντας τις σάρκες του και ξερνώντας στο πρόσωπό του.

108. Οπωσδήποτε θα διάβασες κι εσύ τους βίους των αγίων ταβεννησιωτών μοναχών. Σύμφωνα με όσα λέγονται εκεί, ενώ μιλούσε ο αββάς Θεόδωρος στους αδελφούς, ήρθαν δύο οχιές κάτω από τα πόδια του. Εκείνος όμως χωρίς να ταραxτεί ανασήκωσε τα πόδια του και κάμνοντας καμάρα τις δέχτηκε μέσα, ώσπου τελείωσε το λόγο του. Και τότε έδειχνε τις οχιές εξηγώντας το πράγμα.

109. Για άλλον πνευματικό αδελφό διάβασα πως, ενώ προσευχόταν, ήρθε μια οχιά και του δάγκωσε το πόδι. Αυτός όμως δεν κατέβασε τα χέρια του πρωτού τελειώσει την συνηθισμένη του προσευχή. Και δεν έπαθε τίποτε, γιατί αγάπησε το Θεό πιο πολύ από τον εαυτό του.

110. Έχε ασάλευτο το μάτι σου την ώρα της προσευχής σου και, αφού αρνηθείς τη σάρκα και την ψυχή σου, ζήσε την κατά νουν (πνευματική) ζωή.

111. Εναντίον κάποιου άλλου αγίου, που προσευχόταν έντονα και ησύχαζε στην έρημο, ήρθαν δαίμονες και επί δύο εβδομάδες έπαιζαν μ’αυτόν σαν να ήταν μπάλλα καθώς τον τίναζαν στον αέρα και τον δέχονταν πάλι στην ψάθα. Και όμως δεν μπόρεσαν καθόλου να κατεβάσουν το νού του από την έξαρση της ένθερμης, της όλο φλόγα προσευχής.

112. Έναν άλλο φιλόθεο πάλι, ενώ βάδιζε στην έρημο και έκανε σκέψεις προσευχής, τον πλησίασαν δύο άγγελοι και τον είχαν στη μέση περπατώντας μαζί του. Αυτός όμως δεν τους πρόσεχε καθόλου για να μην χάσει το πιο μεγάλο. Γιατί θυμήθηκε τον αποστολικό λόγο «Ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις δυνήσονται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού» (Ρωμ. η΄ 38: ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις, δηλαδή καμιά τάξη αγγέλων, δεν θα μπορέσουν να μας χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού).

113. Ο μοναχός γίνεται με την προσευχή ισάγγελος, επειδή λαχταράει να ιδεί «το πρόσωπον του Πατρός του εν ουρανοίς» (πρβλ. Ματθ. ιη΄ 10).

114. Μην επιδιώκεις να δεχτείς την ώρα της προσευχής με κανένα τρόπο μορφή ή σχήμα.

115. Μην ποθείς να ιδείς αγγέλους ή δυνάμεις ή το Χριστό αισθητά για να μη σου φύγει εντελώς το μυαλό, επειδή δέχεσαι λύκον αντί για ποιμένα και προσκυνάς εχθρούς δαίμονες.

116. Αρχή της πλάνης του νου είναι η κενοδοξία. Από αυτήν κινείται ο νούς και προσπαθεί να προσδιορίζει το θείο με σχήματα και μορφές.

117. Εγώ θα πω το δικό μου λόγο, που και σε νεώτερους έχω πεί: Μακάριος ο νούς, που την ώρα της προσευχής απόκτησε τέλεια αμορφία.

118. Μακάριος ο νούς, που, επειδή προσεύχεται απερίσπαστα, αποκτάει πάντα περισσότερο πόθο για το Θεό.

119. Μακάριος ο νούς, που την ώρα της προσευχής γίνεται άυλος και ακτήμων.

120. Μακάριος ο νούς, που αποξενώνεται από κάθε αίσθηση (αντίληψη) υλικών πραγμάτων την ώρα της προσευχής.

121. Μακάριος ο μοναχός, που μετά το Θεό θεωρεί κάθε άνθρωπο σα Θεό.

122. Μακάριος ο μοναχός, που βλέπει με όλη του τη χαρά σαν δική του τη σωτηρία και την προκοπή όλων.

123. Μακάριος ο μοναχός, που θεωρεί τον εαυτό του σαν ολωνών παλιοσκούπιδο.

124. Μοναχός είναι εκείνος, που είναι απ’όλα και όλους χωρισμένος και όμως με όλους και όλα συνταιριασμένος.

125. Μοναχός είναι αυτός, που θεωρεί τον εαυτό του ένα με όλους, επειδή θαρρεί πως στον καθένα βλέπει αδιάκοπα τον ίδιο τον εαυτό του.

126. Κάνει προσευχή εκείνος, που πάντα προσφέρει στο Θεό ως καρπό την πρώτη του σκέψη.

127. Ως μοναχός να αποφεύγεις κάθε ψέμα και κάθε όρκο, αν ποθείς να προσευχηθείς. Αλλιώς άδικα έχεις το σχήμα (του μοναχού), που δεν σου ταιριάζει.

128. Αν θέλεις να προσευχηθείς με το πνεύμα, μην αντλήσεις τίποτε από τη σάρκα. Και τότε δεν θα έχεις σύννεφο, που να σε σκοτίζει την ώρα της προσευχής.

129. Εμπιστέψου στο Θεό την ανάγκη του σώματος και θα φανερώσεις πως του εμπιστεύεσαι και του πνεύματος την ανάγκη.

130. Αν πετύχεις την πραγμάτωση των επαγγελιών (δηλαδή των υποσχέσεων του Θεού, Εβρ.ια΄ 33),θα βασιλέψεις. Αποβλέποντας λοιπόν σ’αυτές, θα υποφέρεις ευχαρίστως τη φτώχεια του παρόντος.

131. Μην αφήνεις τη φτώχεια και τη θλίψη που αποτελούν τις ύλες της ανάλαφρης προσευχής.

132. Ας σου χρησιμεύουν οι σωματικές αρετές ως εγγύηση για τις ψυχικές, οι ψυχικές για τις πνευματικές και αυτές για την άυλη και πνευματική γνώση.

133. Όταν προσεύχεσαι εναντίον κάποιου λογισμού, αν ο λογισμός εύκολα ηρεμήσει, σκέψου από πού προέρχεται αυτό, μήπως πέσεις σε παγίδα και ξεγελαστείς και παραδώσεις τον εαυτό σου.

134. Μερικές φορές σου υποβάλλουν οι δαίμονες λογισμούς (σκέψεις) και πάλι σε ερεθίζουν να προσευχηθείς τάχα εναντίον τους ή να τους αντικρούσεις, οπότε υποχωρούν θεληματικά. Αυτό όμως το κάνουν για να γελαστείς έχοντας μεγάλη ιδέα για τον ευατό σου, πως δηλαδή άρχισες να νικάς τους λογισμούς σου και να προκαλείς φόβο στους δαίμονες.

135. Αν προσεύχεσαι εναντίον κάποιου πάθους ή εναντίον κάποιου δαίμονα, που σε ενοχλεί, να θυμάσαι αυτόν, που λέει «καταδιώξω τους εχθρούς μου και καταλήψομαι αυτούς, έως αν εκλίπωσιν· εκθλίψω αυτούς και ου μη δύνωνται στήναι· πεσούνται υπό τους πόδας μου» κ.λπ. (Ψαλμ ιζ΄ 38-39: θα κυνηγήσω τους εχθρούς μου και θα τους πιάσω· και δεν θα γυρίσω πίσω προτού τους εξολοθρέψω ώσπου να χαθούν εντελώς. Θα τους πιέσω τόσο πολύ, ώστε να μην μπορούν να σταθούν πιά. Θα πέσουν νικημένοι κάτω από τα πόδια μου…). Και αυτά θα τα λές στην ώρα τους, αν οπλίζεις τον εαυτό σου με ταπεινοφροσύνη εναντίον των αντιπάλων.

136. Να μη νομίζεις πως έχεις αποκτήσει κάποια αρετή, αν προηγουμένως δεν έχεις αγωνιστεί γι’αυτήν μέχρις αίματος. Γιατί σύμφωνα με ό,τι λέει ο θείος απόστολος Παύλος, πρέπει να αντιστεκόμαστε μέχρι θανάτου εναντίον της αμαρτίας με αγωνιστικό φρόνημα και αψεγάδιαστα (πρβλ. Εβρ. ιβ΄ 4, Εφεσ. ς΄ 11 εξ.).

137. Αν ωφελήσεις κάποιον, θα βλαφτείς από κάποιον άλλον. Κι αυτό για να πείς ή να κάνεις κάτι άπρεπο, επειδή αδικεύεσαι, και να σκορπίσεις έτσι άσχημα αυτό, που μάζεψες καλά. Αυτός είναι ο στόχος των πονηρών δαιμόνων. Γι’ αυτό πρέπει να προσέχεις μυαλωμένα και συνετά.

138. Να δέχεσαι τις βίαιες επιθέσεις των πονηρών δαιμόνων, που έγιναν εναντίον σου φροντίζοντας πώς να αποτινάξεις το δουλικό ζυγό τους.

139. Οι δαίμονες επιδιώκουν να ενοχλούν μόνοι τους (με άμεση ενέργειά τους) τον πνευματικό δάσκαλο τη νύχτα και δια μέσου των ανθρώπων τη μέρα, περιτριγυρίζοντάς τον με διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις, συκοφαντίες και κινδύνους.

140. Μην αποφεύγεις τους λευκαντές. Αν και πατούν ενώ χτυπούν και ξαίνουν καθώς το τεντώνουν το πανί, όμως με τα μέσα αυτά γίνεται λαμπρό το ρούχο σου.

141. Εφόσον δεν απαρνήθηκες τα πάθη σου, αλλά ο νους πάει αντίθετα προς την αρετή και την αλήθεια, δεν θα βρείς ευωδιαστό θυμίαμα στον κόρφο σου.

142. Λαχταράς να προσευχηθείς; Μετατοπίσου από τα εδώ και έχε διαρκώς «το πολίτευμα εν ουρανοίς» (Φιλιπ. γ΄ 20: έχε την πατρίδα σου στους ουρανούς), όχι μόνο με λόγια, αλλά με την αγγελική πράξη και τη θεϊκότερη γνώση.

143. Αν μόνον όταν κάνεις κακές πράξεις μνημονεύεις τον Κριτή και θυμάσαι πόσο φοβερός και απροσωπόληπτος είναι δεν έμαθες ακόμα «δουλεύειν τω Κυρίω εν φόβω και αγαλλιάσθαι αυτώ εν τρόμω» (Ψαλμ. β΄ 11: να υπηρετείς τον Κύριο με φόβο και να νιώθεις χαρά στη σκέψη του με τρόμο). Να ξέρεις δηλαδή πως πρέπει μάλλον με ευλάβεια και σεβαστικότητα να τον λατρεύεις και στις πνευματικές ανέσεις και απολαύσεις.

144. Συνετός άνδρας είναι εκείνος, που δε σταματάει πριν από την τέλεια μετάνοια τη γεμάτη λύπη ανάμνηση των αμαρτημάτων και της δίκαιης τιμωρίας με αιώνια φωτιά, που θα επιβληθεί γι’αυτά.

145. Αυτός, που αν και είναι ένοχος αμαρτίας και πράξεων, οι οποίες προκαλούν οργή, τολμάει να απλώνεται αδιάντροπα σε γνώση θεϊκότερων πραγμάτων ή προχωρεί ανάξια στην άυλη προσευχή, αυτός ας δεχτεί την αποστολική επιτ΄΄ιμηση, ότι δεν είναι ακίνδυνο γι’αυτόν να προσεύχεται με γυμνό και ακάλυπτο κεφάλι. Έχει υποχρέωση δηλαδή η ψυχή αυτή, λέει ο απόστολος, «κατά κεφαλής εξουσίαν έχει δια τους αγγέλους» (Α΄ Κορ.ια΄ 5 εξ.: έχει υποχρέωση να έχει στο κεφάλι της -στο αποστολικό κείμενο η γυναίκα, κατά τον άγιο Νείλο μεταφορικά η ψυχή- κάποιο σύμβολο εξουσίας από σεβασμό προς τους αγγέλους, που στέκουν από πάνω της), ντυμένη το σεβασμό και την ταπεινοφροσύνη, που ταιριάζουν στην κατάστασή της.

146. Όπως δε θα ωφελήσει εκείνον, που πάσχουν τα μάτια του, το να βλέπει καταμεσήμερα χωρίς κάλυμμα και εντατικά τον ολόλαμπρο ήλιο, έτσι δε θα ωφελήσει καθόλου και τον όλο πάθη ακάθαρτο νου η αναπαράσταση στο νού της «εν πνεύματι και αληθεία» φοβερής και υπερφυσικής προσευχής. Αντίθετα προκαλεί εναντίον του την αγανάκτηση του Θεού.

147. Αν ο ανενδεής (αυτός που δεν του λείπει και δεν του χρειάζεται τίποτε) και αμερόληπτος Θεός δεν δέχτηκε εκείνον, που ήρθε στο θυσιαστήριο με δώρο, ώσπου να συμφιλιωθεί με τον πλησίον του, με τον οποίον ήταν λυπημένος (Ματθ. ε΄ 23 εξ.), σκέψου πόση προσοχή και διάκριση χρειαζόμαστε, για να προσφέρουμε στο Θεό ευπρόσδεκτο θυμίαμα στο νοερό (νοητό) θυσιαστήριο.

148. Να μη σου αρέσουν τα λόγια ούτε δόξα. Αλλοιώς δε θα ενεργούν πια δολερά πίσω από τις πλάτες σου οι αμαρτωλοί, αλλά κάτα πρόσωπο, μπροστά στα μάτια σου (Ψαλμ. 128,3) και θα είσαι αντικείμενο της χαιρεκακίας τους (Σοφ. Σολ. ς΄ 4) την ώρα της προσευχής, καθώς θα σε τραβούν και θα σε δελεάζουν (Ιακ. α΄ 14) με αλλόκοτους λογισμούς.

149. Η προσοχή, που αναζητάει προσευχή, θα βρεί προσευχή, γιατί περισσότερο από κάθε τι άλλο την προσοχή την ακολουθάει η προσευχή. Αυτή πρέπει να επιδιώκεται με πολλή φροντίδα.

150. Όπως η όραση είναι ανώτερη από όλες τις αισθήσεις, έτσι και η προσευχή είναι η πιο θεϊκή από όλες τις αρετές.

151. Αυτό που αποτελέι έπαινο της προσευχής δεν είναι η ποσότητα, αλλά η ποιότητά της. Και αυτό δηλώνουν εκείνοι, που ανέβηκαν στο ιερό (δηλ. ο Φαρισαίος και ο Τελώνης, Λουκ. ιη΄ 10) καθώς και η προτροπή· «υμείς ουν προσευχόμενοι μη βαττολογείτε» (Ματθ. ς΄ 7: όταν προσεύχεσθε να μην φλυαρείτε) και όσα λέγονται στη συνέχεια.

152. Όσο έχεις το νού σου στα σωματικά και φροντίζεις με ιδιαίτερη προσοχή για τα ευχάριστα της σκηνής (του προσωρινού σώματος), δεν έχεις ακόμα ιδεί τον τόπο της προσευχής, αλλά είναι ακόμα μακριά από σένα ο μακάριος δρόμος της.

153. Όταν την ώρα, που στέκεις σε προσευχή, νιώσεις χαρά μεγαλύτερη από κάθε άλλη χαρά, τότε βρήκες αληθινά την προσευχή.

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΓΝΩΣΕΙΣ

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΓΝΩΣΕΙΣ


ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΣΑΑΚ ΤΟΝ ΣΥΡΟ




ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ.κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ


Απόσπασμα από το βιβλίο του σεβ. Ιεροθέου Βλάχου: "Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία.


Αναλύοντας την διδασκαλία του αγίου Ισαάκ του Σύρου σχετικά με τις τρεις γνώσεις, έχουμε υπ’ όψη τους λόγους του αγίου Πατρός ΞΒ’ – ΞΣΤ’ στο βιβλίο Ισαάκ Σύρου Ασκητικά (εκδ. Ρηγοπούλου 1977), στους οποίους κυρίως αναπτύσσεται η διδασκαλία του περί των τριών γνώσεων.

Κατ’ αρχάς κάνει ο άγιος Πατήρ την διάκριση μεταξύ της ανθρωπίνης γνώσεως και της πίστεως. Η ανθρώπινη γνώση έχει ως γνώρισμα ότι δεν πράττει τίποτε «εκτός εξετάσεως και ερεύνης», αλλά εξετάζει αν υπάρχη δυνατότης να γίνη αυτό που επιθυμεί και θέλει (σελ. 251). Δηλαδή στην ανθρώπινη γνώση υπάρχει πολλή λογική, και μάλιστα λειτουργεί η πεπτωκυΐα λογική, η οποία έχει αποστή των φυσικών όρων λειτουργίας, δηλαδή είναι η λογική που κυριαρχεί και του νοός. Η πίστη όμως ορίζεται διαφορετικά και εκεί φαίνεται κυρίως η μεγάλη διαφορά της από την ανθρώπινη γνώση και ακόμη η μεγάλη της αξία. Ο άγιος Ισαάκ, μιλώντας για την πίστη, λέγει ότι με την λέξη αυτή δεν εννοούμε την παραδοχή των δογματικών αληθειών γύρω από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, και τα σχετικά με την ενανθρώπιση του Χριστού και την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως από το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, «ει και αυτή υψηλή εστι λίαν», αλλά κυρίως εννοούμε «την πίστιν την εκ του φωτός της χάριτος ανατέλλουσαν εν τη ψυχή», η οποία με την μαρτυρία της διανοίας στηρίζει την καρδιά για να είναι αδίστακτη στην πληροφορία της ελπίδος (σελ. 261). Η πνευματική αυτή πίστη δεν μαθαίνει με την ακοή τα μυστήρια, «αλλ’ εν τοις πνευματικοίς οφθαλμοίς τα μυστήρια τα κεκρυμμένα εν τη ψυχή, και τον κρυπτόν και θείον πλούτον, τον κεκρυμμένον εκ των οφθαλμών των υιών της σαρκός και αποκαλυπτόμενον εν τω πνεύματι τοις εν τη τραπέζη του Χριστού διαιτωμένοις εν τη αδολεσχία των νόμων αυτού...» (σελ. 261). Δηλαδή ενώ η ανθρώπινη γνώση αποκτάται με την ενέργεια της λογικής και με την ανθρώπινη αναζήτηση, η θεία γνώση αποκτάται με την πίστη. Και αυτή η πίστη είναι κυρίως εκείνη που ανατέλλει στην ψυχή από το Φως της Χάριτος, και με την δύναμη αυτή μαθαίνει ο άνθρωπος όλα εκείνα τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τους οφθαλμούς των σαρκικών ανθρώπων του αιώνος τούτου. Γι’ αυτό η «πίστις λεπτοτέρα της γνώσεως, καθώς η γνώσις των πραγμάτων των αισθητών» (σελ. 261). Όπως η ανθρώπινη γνώση είναι λεπτοτέρα των αισθητών πραγμάτων, έτσι και η πίστη, που είναι θεία γνώση, είναι λεπτοτέρα της ανθρωπίνης γνώσεως.

Ο άγιος Ισαάκ παρουσιάζει την διαφορά μεταξύ της ανθρωπίνης γνώσεως και της πίστεως. Η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να μάθη χωρίς εξέταση, ενώ η πίστη «φρόνημα εν καθαρόν και απλούν επιζητεί το απέχον πάσης πανουργίας... ο οίκος της πίστεως έννοια νηπιώδης εστί, και καρδία απλή» (σελ. 251). Ενώ η ανθρώπινη γνώσης έχει κέντρο την λογική, η πίστη έχει κέντρο την απλή και απονήρευτη καρδιά. Η ανθρώπινη γνώση «όρος της φύσεώς εστι», ενώ η πίστη «υπέρ την φύσιν ενεργεί την εαυτής οδοιπορίαν» (σελ. 251). Δηλαδή η ανθρώπινη γνώση είναι καθαρά μια φυσική κατάσταση, λειτουργεί με φυσικούς όρους, ενώ η πίστη είναι υπερφυσική κατάσταση. Επίσης η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να κατασκευάση τίποτε χωρίς την ύλη, δηλαδή κινείται σε υλικό κόσμο, ενώ η πίστη έχει εξουσία να δημιουργήση καινή κτίση, καθ’ ομοιότητα του Θεού (σελ. 251). Η ανθρώπινη γνώση δεν τολμά και δεν θέλει να υπερβή τους όρους της φύσεως, ενώ η πίστη «εν εξουσία διαβαίνει ταύτα» (σελ. 252). Αυτό αποδεικνύεται από την ζωή όλων των αγίων, οι οποίοι με την δύναμη της πίστεως «εις την φλόγα εισήλθον, και την δύναμιν την καυστικήν του πυρός εχαλίνωσαν, και αβλαβώς εν μέσω αυτής διέβαινον και επί νώτων της θαλάσσης, ως επί ξηράς εβάδισαν» (σελ. 252). Και όλα αυτά που κάνει η πίστη είναι υπέρ την φύσιν και αντίθετα με τους τρόπους της ανθρωπίνης γνώσεως. Η ανθρώπινη γνώση «φυλάττει τους όρους της φύσεως», ενώ η πίστη «υπεράνω της φύσεως διαβαίνει» (σελ. 252). Η ανθρώπινη γνώση ζητεί πάντοτε τρόπους «προς φυλακήν των κτωμένων αυτήν», δηλαδή λαμβάνει πάντοτε προφυλακτικά μέσα και επιδιώκει με ανθρώπινα μέσα να φυλάξη τον άνθρωπο. Η πίστη όμως αφήνεται εξ ολοκλήρου στον Θεό. «Ουδέποτε ε εν πίστει προσευχόμενος, εν τρόποις χρήται και αναστρέφεται» (σελ. 252). Η ανθρώπινη γνώση δεν αρχίζει ένα έργο, αν από την αρχή δεν εξετάση το τέλος αυτού του έργου, ενώ η πίστη λέγει «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. Αδυνατεί γαρ ουδέν τω Θεώ» (σελ. 253).

Βέβαια κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, δεν είναι κατηγορήσιμη η ανθρώπινη γνώση, αλλά η πίστη είναι ανωτέρα της γνώσεως. «Ουχί ψεκτή εστιν η γνώσις, αλλ’ η πίστις υψηλοτέρα αυτής εστί» (σελ. 254). Η γνώση τελειούται «εν τη πίστει», αφού «η γνώσις βαθμίς εστι, δι’ ης ανέρχεταί τις εις το ύψος της πίστεως» (σελ. 254). Όταν έλθη η πίστη, τότε καταργείται το επί μέρους. Τότε «εν τη πίστει ημών μανθάνομεν εκείνα τα ακατάληπτα, και ουκ εν τη εξετάσει και τη δυνάμει της γνώσεως» (σελ. 254). Όλα τα έργα της δικαιοσύνης που είναι οι αρετές, δηλαδή η νηστεία, η ελεημοσύνη, η αγρυπνία, ο αγιασμός και όλα τα «λοιπά τα δια του σώματος ενεργούμενα» και όλα εκείνα που εκτελούνται στην ψυχή, δηλαδή η αγάπη προς τον πλησίον, η ταπεινοφροσύνη της καρδίας, η συγχώρηση «των επταισμένων», η ενθύμηση των αγαθών, η εξέταση των μυστηρίων που είναι κεκαλυμμένα στις Γραφές, η αδολεσχία της διανοίας στα καλύτερα έργα, η φύλαξη των όρων των παθών της ψυχής και όλες οι άλλες αρετές, «ταύτα πάντα χρήζουσι της γνώσεως». Η γνώση «φυλάττει αυτά, και διδάσκει την τάξιν αυτών». Και όλα αυτά είναι βαθμίδες δια των οποίων ανέρχεται η ψυχή «εις το ύψος το ανώτερον της πίστεως». Αλλά όμως «η πολιτεία της πίστεως υπέρ την αρετήν εστι, και η εργασία αυτής ουκ έργα εστίν, αλλά ανάπαυσις τελεία, και παράκλησις, και εν καρδία, και εν ταις της ψυχής τελειούται» (σελ. 254-255).

Με όλα αυτά φαίνεται ότι, κατά την διδασκαλία του αγίου Ισαάκ και όλων των αγίων Πατέρων, η πίστη είναι ανωτέρα της ανθρωπίνης γνώσεως, και αυτής ακόμη της γνώσεως που αποκτά κανείς με την εξάσκηση της αρετής, γιατί η πίστη είναι μια χαρισματική κατάσταση, κοινωνία με τον Θεό, είναι «νόησις και όρασις καρδίας», είναι η ζωή που αναπτύσσεται στην ψυχή με την έλευση του Φωτός της θείας Χάριτος. Θα δούμε στην συνέχεια, στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αυτήν την γνώση του Θεού, που είναι κυρίως «κοινωνία εν τη υπάρξει», που είναι κοινωνία και ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Γι’ αυτό αυτή η γνώση του Θεού είναι ανωτέρα από κάθε ανθρώπινη γνώση και ακόμη από αυτήν την γνώση που αποκτούμε με την εξάσκηση των αρετών, αφού τότε βρίσκουμε αυτόν τον Ίδιο τον Χριστό, που κρύπτεται στο βάθος των εντολών.

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος κάνει λόγο για τις τρεις γνώσεις. Νομίζω πως είναι καλό στην συνέχεια να δούμε την διαφορά των τριών γνώσεων, γιατί πιστεύω ότι έτσι θα φανή η διαφορά της Ορθοδόξου Παραδόσεως από την ανθρώπινη πολιτιστική παράδοση, θα φανή η διαφορά της θείας γνώσεως από την ανθρώπινη γνώση.

Υπάρχουν τρεις νοητοί τρόποι δια των οποίων η γνώση αναβαίνει και καταβαίνει. Οι τρόποι αυτοί είναι το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα (σελ. 255). Βέβαια όταν οι άγιοι Πατέρες μιλούν για το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα, δεν εννοούν το τρισύνθετο του ανθρώπου, αλλά με την λέξη πνεύμα εννοούν το χάρισμα, δηλαδή την θεία Χάρη που χαριτώνει την ψυχή του ανθρώπου. Χωρίς την Χάρη του Θεού ο άνθρωπος λέγεται ψυχικός ή σαρκικός, ενώ με την ύπαρξη της Χάριτος λέγεται πνευματικός. Και ενώ η φύση της γνώσεως είναι μία, εν τούτοις λεπτύνεται και αλλάσσει τους τρόπους της ανάλογα με τους τόπους αυτούς τους νοητούς και αισθητούς: «Και ει μία εστιν η γνώσις εν τη φύσει αυτής, αλλά προς τας χώρας ταύτας των νοητών και των αισθητών, και λεπτύνεται, και επαλλάττει τους τρόπους αυτής, και τας εργασίας των νοημάτων αυτής» (σελ. 255). Έτσι όπως υπάρχουν τρεις αισθητοί και νοητοί τρόποι, σώμα, ψυχή και πνεύμα, έτσι υπάρχουν και τρεις γνώσεις, η σωματική, η ψυχική και η πνευματική. Ανάλογα με ποια γνώση κατέχει ο άνθρωπος, δείχνει την πνευματική του πρόοδο και την πνευματική του κατάσταση. Ακόμη ανάλογα σε ποια γνώση βρίσκεται φανερώνει την κάθαρση και την θεραπεία του. Ο ψυχικά άρρωστος κατέχει την σωματική γνώση, ενώ ο θεραπευόμενος κατέχει την ψυχική γνώση και ο θεραπευθείς κατέχει την πνευματική γνώση και γνωρίζει τα μυστήρια του Πνεύματος, που για τον σαρκικό άνθρωπο είναι άγνωστα και ακατάληπτα.

Η πρώτη γνώση αποκτάται με την διαρκή μελέτη και την σπουδή της μαθήσεως, η Δευτέρα γνώση προέρχεται από την καθαρά και αγαθή πολιτεία του ανθρώπου και από την πίστη της διανοίας και η Τρίτη γνώση «τη πίστει και μόνη κεκλήρωται. Διότι εν αυτή καταργείται η γνώσις, και τα έργα περαίωσιν λαμβάνει, και αι αισθήσεις γίνονται περισσαί εις χρείαν» (σελ. 263).

Ας δούμε αναλυτικότερα, με βάση την διδασκαλία του αγίου Ισαάκ του Σύρου, τις τρεις αυτές γνώσεις, που δείχνουν ή την ψυχική ασθένεια ή την θεραπεία του ανθρώπου.

Η πρώτη γνώση δηλαδή η σωματική. Χαρακτηριστικά στοιχεία της ανθρωπίνης γνώσεως που συνδέεται με την σαρκική επιθυμία είναι ο πλούτος, η κενοδοξία, η κόσμηση, η ανάπαυση του σώματος, η σπουδή της λογικής σοφίας, που αρμόζει στην διοίκηση του κόσμου τούτου, και που εφευρίσκει τις ανανεώσεις των ευρέσεων και των τεχνών και των μαθήσεων (σελ. 256). Η γνώση αυτή είναι αντίθετη με την πίστη, όπως αναπτύξαμε προηγουμένως, διότι νομίζει πως «τη εαυτής προνοία τα πάντα είναι» (σελ. 256). Η σοφία και η γνώση των πραγμάτων αυτού του κόσμου, όταν δεν υπάρχη η ψυχική και πνευματική γνώση, είναι μάταια και δημιουργεί πολλά προβλήματα στον άνθρωπο. Αυτή η γνώση είναι ψιλή, απλή γνώση, γιατί είναι»γυμνή πάσης θείας μερίμνης» (σελ. 256). Η μέριμνα αφορά μόνο τον κόσμο τούτο και επειδή εξουσιάζεται από το σώμα, γι’ αυτό «αδυναμίαν άλογον εισφέρει κατά της διανοίας» (σελ. 256).

Οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής μας, αθεράπευτοι ψυχικώς, κατέχουν αυτήν την γνώση και αυτήν καλλιεργούν διαρκώς. Εδώ βρίσκεται όλος ο σύγχρονος πολιτισμός, που δημιουργεί πολλές ψυχικές και σωματικές ανωμαλίες. Διότι αυτή η μονομέρεια της γνώσεως δημιουργεί πολλά προβλήματα. Να πως τα περιγράφει ο άγιος Ισαάκ. Τον άνθρωπο αυτής της σωματικής γνώσεως τον κατέχει η μικροψυχία, η λύπη και η απόγνωση, ο φόβος των δαιμόνων, η δειλία από τους ανθρώπους, η φήμη περί των ληστών, οι ακοές των θανάτων, η φροντίδα των νοσημάτων, η μέριμνα της πτωχείας και της ανάγκης της αποκτήσεως, ο φόβος του θανάτου και ο φόβος των παθών και των πονηρών θηρίων και πολλά άλλα που συμβαίνουν στην θάλασσα της παρούσης ζωής (σελ. 256-257). Ο άνθρωπος που κατέχει αυτήν την γνώση, την ανθρώπινη και σωματική, δεν γνωρίζει να εγκαταλείπη τον εαυτό του στο έλεος του Θεού, αλλά προσπαθεί με τους δικούς του τρόπους να λύση τα διάφορα προβλήματα. Όταν όμως αδυνατή να δώση λύσεις, από διάφορες αιτίες, τότε «μάχεται μετά των ανθρώπων των εμποδιζόντων αυτήν, και εναντιουμένων αυτή» (σελ. 257). Διαπληκτίζεται με τους ανθρώπους, γιατί γίνονται εμπόδια στην κατοχή των αγαθών της σαρκικής γνώσεως.

Η σωματική αυτή γνώση, η μέριμνα του κόσμου τούτου, εκριζώνει τελείως την αγάπη. Κάνει τον άνθρωπο να εξετάζη τα μικρά αμαρτήματα και σφάλματα των άλλων ανθρώπων, τις αιτίες και τις ασθένειες αυτών, τον κάνει να δογματίζη και να εναντιούται στους λόγους των άλλων, να πονηρεύεται σε όλα τα έργα του, και να ασχολήται με τους τρόπους που καθυβρίζουν τον άνθρωπο. Σ’ αυτήν την γνώση υπάρχει φυσίωση και υπερηφάνεια (σελ. 257).

Βλέπουμε καθαρά ότι αυτή η σωματική γνώση είναι γνώση του συγχρόνου πολιτισμού. Ο άγιος Ισαάκ με ενόραση προφητική παρουσιάζει τις αιτίες και ασχολίες αυτού του σαρκικού ανθρώπου, περιγράφει την αγωνία και το άγχος του, ακόμη παρουσιάζει τα φρικτά αποτελέσματα αυτής της σαρκικής γνώσεως. Η διατάραξη των διαπροσωπικών σχέσεων, η έλλειψη της αγάπης, η ισχυρογνωμοσύνη και η πονηρία σε όλες της ενέργειες είναι εκείνα που προσδιορίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο, τον ψυχικά αθεράπευτο, τον μακράν του Θεού ευρισκόμενο.

Η Δευτέρα γνώση, δηλαδή η ψυχική. Όταν ο άνθρωπος εγκαταλείψη την πρώτη, την σωματική και σαρκική γνώση, και στραφή στις επιθυμίες και τους διαλογισμούς της ψυχής, τότε ακολουθούν όλα τα καλά έργα της ψυχικής γνώσεως. Αυτά είναι η νηστεία, η ευχή, η ελεημοσύνη, η ανάγνωση των θείων Γραφών, οι τρόποι της αρετής, η πάλη προς τα πάθη κ.λ.π. (σελ. 258). Όλα αυτά τα έργα τα τελειοί το Πνεύμα το Άγιο. Δεν γίνονται απλώς με την δύναμη του ανθρώπου, αλλά με την συνέργεια του ανθρώπου και της δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος. Υπάρχει διαβάθμιση στην απόκτηση της γνώσεως. Η Δευτέρα γνώση τελειούται «ότε θήσει (ο άνθρωπος) το θεμέλιον της εργασίας αυτής εν τη ησυχία τη εκ των ανθρώπων, και εν τη αναγνώσει των γραφών, και τη ευχή» (σελ. 259). Δηλαδή ο κάτοχος αυτής της ψυχικής γνώσεως διάγει ησυχαστικά, με όλη την σημασία που περιγράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, προσεύχεται αδιάλειπτα προς τον Θεό, και μελετά την Γραφή μέσα σ’ αυτήν την ιερά ατμόσφαιρα της ησυχίας, με σκοπό να τρέφη την ψυχή του και όχι να μαθαίνη από περιέργεια τους λόγους του Θεού. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι άνθρωποι εκείνοι που θεραπεύονται από τα ψυχικά έλκη και τα τραύματα της ψυχής. Αυτή η θεραπεία προσφέρει μια γνώση, η οποία μπορεί να πη κανείς είναι προστάδιο και προθάλαμος της άλλης εκείνης πνευματικής γνώσεως, που θα προσπορίση η έλευση της Χάριτος του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου.

Η Τρίτη γνώση, δηλαδή η πνευματική. Όταν η γνώση του ανθρώπου υψωθή στα γήϊνα και από την μέριμνα της εργασίας αυτών και αρχίση να βλέπη τους διαλογισμούς «εν τοις κεκαλυμμένοις έσωθεν των οφθαλμών» και καταφρονήση όλα τα πράγματα «εξ ων η σκολιότης των παθών γίνεται» και υψώση τον εαυτόν της άνω στην μέριμνα του μέλλοντος αιώνος, στις επιθυμίες των επηγγελμένων αγαθών και στην εξέταση των κρυπτών μυστηρίων, «τότε αύτη η πίστις καταπίνει ταύτην την γνώσιν, και στρέφεται, και τίκτει αυτήν εξ αρχής, (ως γένεσθαι αυτήν εξ αρχής), ως γενέσθαι αυτήν όλην εξ όλου πνεύμα» (σελ. 259).

Τότε μπορεί να πετάξη στους τόπους των ασωμάτων αγγέλων και γνωρίζει τα μυστήρια τα πνευματικά, τις κυβερνήσεις των νοητών και αισθητών, δηλαδή γνωρίζει τους λόγους των όντων, τότε ξυπνούν οι εσωτερικές αισθήσεις και δέχεται η ψυχή την ανάσταση που διαβεβαιοί την ανάσταση την μελλοντική των ανθρώπων. Γράφει χαρακτηριστικά ο άγιος Ισαάκ, ο οποίος απέκτησε αυτήν την πνευματική γνώση, που είναι η βίωση της πίστεως: «Τότε δύναται πετασθήναι εν ταις χώραις των ασωμάτων πτέρυξι και άψασθαι του βάθους της θαλάσσης της αναφούς, διανοούσα τας θείας και θαυμαστάς κυβερνήσεις, τας εν ταις φύσεσι των νοητών και αισθητών, και εξετάζει τα μυστήρια τα πνευματικά, τα εν διανοία απλή και λεπτή καταλαμβανόμενα. Τότε αι αισθήσεις αι έσω εξυπνίζονται εις εργασίαν του πνεύματος, κατά την τάξιν την γινομένην εν εκείνη τη διαγωγή της αθανασίας και της αφθαρσίας. Διότι την ανάστασιν την νοητήν, ως εν μυστηρίω, εκ των ώδε εδέξατο, προς μαρτυρίαν αληθινήν της ανακαινίσεως των πάντων» (σελ. 259-260).

Αυτήν την γνώση απέκτησαν όλοι οι άγιοι του Θεού, όπως ο Μωϋσής, ο Δαβίδ, ο Ησαΐας, ο Απόστολος Πέτρος, ο Απόστολος Παύλος και όλοι οι άγιοι που αξιώθηκαν αυτής της τελείας γνώσεως, «κατά το μέτρον της ανθρωπίνης φύσεως» (σελ. 257). Η γνώση αυτή στην πραγματικότητα είναι γνώση που προέρχεται από την θεωρία του Θεού και του ακτίστου Φωτός, από τις θείες αποκαλύψεις, όπως λέγει ο άγιος Ισαάκ, «εκ των παρηλλαγμένων θεωριών, και των αποκαλύψεων των θείων, και εκ της θεωρίας της υψηλής των πνευματικών, και εκ των αρρήτων μυστηρίων...» (σελ. 257). Τότε η γνώση καταπίνεται από αυτές τις θεωρίες και ο άνθρωπος αισθάνεται τον εαυτό του γη και σποδόν (σελ. 257), αποκτά την μακαρία κατάσταση της ταπεινοφροσύνης και της απλότητος. Έτσι η πνευματική γνώση, δηλαδή η γνώση του Θεού, είναι καρπός θεωρίας του Θεού, που απολαμβάνει εκείνος ο άνθρωπος που προοδευτικά ανήλθε από την σαρκική γνώση στην ψυχική και από την ψυχική στην πνευματική γνώση.

Συνοπτικά μπορεί κανείς να πη ότι η πρώτη γνώση ψυχραίνει την ψυχή, «εκ των έργων του δρόμου οπίσω του Θεού». Η δευτέρα γνώση θερμαίνει την ψυχή στον ταχύ δρόμο «τοις εν τω βαθμώ της πίστεως». Η τρίτη γνώση είναι ανάπαυση, «όπερ εστί τύπος του μέλλοντος, εν τη αδολεσχία μόνη της διανοίας τρυφώσα εν τοις μυστηρίοις των μελλόντων» (σελ. 260).

Αυτή η ανάπτυξη της διδασκαλίας του αγίου Ισαάκ έχει μεγάλη σημασία για το θέμα το οποίο αναπτύσσουμε για τον εξής λόγο. Στην αρχή του βιβλίου αναφέραμε ότι οι άνθρωποι μέσα στην Εκκλησία δεν χωρίζονται σε καλούς και κακούς ή ηθικούς και ανηθίκους, με κριτήρια μιας ανθρωπίνης ηθικής, αλλά σε ψυχικά αρρώστους, σε θεραπευομένους και θεραπευθέντας. Ακριβώς αυτές οι τρεις κατηγορίες αντιστοιχούν στις τρεις γνώσεις. Οι ψυχικά άρρωστοι είναι άνθρωποι της σαρκικής, κοσμικής γνώσεως, οι θεραπευόμενοι είναι εκείνοι που αποκτούν, σε διαφόρους βαθμούς, την ψυχική σοφία και γνώση, και οι θεραπευθέντες, που είναι οι άγιοι του Θεού, είναι εκείνοι που κατέχουν την πνευματική γνώση, την αληθινή γνώση του Θεού. Οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής μας, που είναι ψυχικά άρρωστοι, αφού αγνοούν τελείως τι είναι νους και καρδία, βρίσκονται στην πρώτη γνώση, την λεγομένη σωματική, σαρκική. Άλλοι ανήκουν στην δευτέρα γνώση, αφού αγωνίζονται, με όλη την ασκητική μέθοδο που διαθέτει η Ορθόδοξη Εκκλησία, να θεραπευθούν, και οι άγιοι, που και σήμερα υπάρχουν, ανήκουν στην τρίτη γνώση, αφού θεραπεύθηκαν από τις ασθένειες και έτσι απέκτησαν την γνώση του Θεού.

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Ποιο είναι το βασικό δόγμα της Πατερικής Παραδόσεως.

Υπάρχει η άποψις ότι η θεολογία που ονομάζεται αποφατική είναι μία φιλοσοφία επηρεασμένη από τους Νεοπλατωνικούς. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι υπάρχει ομοιότης στην ορολογία μεταξύ των Νεοπλατωνικών και των Πατέρων της Εκκλησίας. Έχουν και οι Νεοπλατωνικοί (Πλωτίνος κ.ά.), μία αποφατική Θεολογία. Εδώ όμως υπάρχει μία ουσιαστική διαφορά. Χαρακτηριστικό του Νεοπλατωνισμού είναι η έκστασις, η οποία είναι μία εμπειρία, που για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά την έκστασι εξέρχεται το λογιστικό του ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο, καθώς και από την διαδοχική σκέψι και ενώνεται (υποτίθεται) με το αμετάβλητο. Λένε δηλαδή οι Νεοπλατωνικοί ότι υπερβαίνει τον χρόνο και τα μεταβλητά. Μέσα σ’ αυτή την διαδικασία το σώμα γι’ αυτούς είναι κάτι το κακό ή το αρνητικό. Πάντως το σώμα δεν συμμετέχει στην εμπειρία της εκστάσεως των Νεοπλατωνικών. Η όλη αποφατική Θεολογία τους είναι η αφαίρεσις από την ανθρώπινη σκέψι όλων των ελαττωμάτων της περιωρισμένης ανθρώπινης σκέψεως. Δηλαδή η απαλλαγή από τα ελαττώματα της ανθρώπινης σκέψεως είναι η πηγή της αποφατικής θεολογίας των Νεοπλατωνικών. Κάνουν προσπάθεια να απαλλαγούν όχι από τα κτιστά, αλλά από τα μεταβλητά. Και αυτό διότι στην Νεοπλατωνική αρχή, στην μεταφυσική τους αρχή, δεν υπάρχουν τέτοιες έννοιες, όπως δημιουργία εκ του μηδενός και άκτιστος ύπαρξις· δεν υπάρχει διάκρισις δηλαδή μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ενώ το βασικό κατηγόρημα, το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκρισις μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης. Αυτό είναι το βασικό δόγμα όχι μόνο της Πατερικής παραδόσεως, αλλά και της Εβραϊκής παραδόσεως μέχρι σήμερα.


Τι είναι η εμπειρία της θεώσεως.
Αλλά και στην Δυτική παράδοσι έχομε την Μεσαιωνική Σχολαστική Θεολογία, η οποία συγχέει τα κατηγορήματα κτιστό και άκτιστο με τα κατηγορήματα μεταβλητό αμετάβλητο. Σ’ αυτούς, γίνεται ταύτισις των μεν με τα δε. Η Θεολογία τους αυτή είναι Αριστοτελικο-Πλατωνική.

Ο Αριστοτέλης ομιλεί για ακίνητον κινούν. Υπάρχουν, λέγει, περίπου 49 ακίνητα, τα οποία είναι καθαρή ενέργεια και δεν κινούνται καθ’ εαυτά, αλλά προκαλούν κίνησι σε άλλα. Κινούν δηλαδή τα άλλα δια της έλξεως, όπως ο μαγνήτης. Η εντελέχεια είναι εκείνη που πραγματοποιεί την κίνησι σε κάθε χώρο που υπάρχει. Δι’ αυτής εκείνο, που είναι δυνάμει, γίνεται ενεργεία. Όπως π.χ. ο σπόρος του δένδρου, που είναι δυνάμει δένδρο, όταν πέση στην γη και βρη κατάλληλες συνθήκες αναπτύξεως, φυτρώνει και γίνεται ενεργεία δένδρο. Οπότε, όταν είναι δυνάμει δένδρο, δεν έχει τελειοποιηθή ακόμη, διότι δεν έχει συμπληρωθή η εξέλιξις της εντελεχείας μέσα του. Η τελειοποίησις του σπόρου επιτυγχάνεται, όταν γίνεται δένδρο.

Υπάρχουν όμως κατά τον Αριστοτέλη τα ακίνητα κινούντα, τα οποία δεν έχουν μέσα τους αυτό το δυνάμει, αλλά είναι καθαρή ενέργεια από την φύσι τους. Υποστηρίζει ότι πάντοτε υπήρχαν και θα υπάρχουν και κινούν τα πάντα δια της έλξεως. Το κάθε τι που μεταβάλλεται από δυνάμει σε ενεργεία βαδίζει προς την τελειότητά του και η ελκτική δύναμις που οδηγεί προς αυτήν την τελειότητα έχει ως αρχή της τα ακίνητα κινούντα. Αυτά λέγει ο Αριστοτέλης.
Τώρα βλέπομε στους Νεοπλατωνικούς τις ίδιες ιδέες επάνω σε αυτά τα θέματα, τις ιδέες δηλαδή του Αριστοτέλη. Ο Πλάτων δεν ασχολήθηκε με αυτό το θέμα απ’ ότι ξέρομε. Στους Πατέρες της Εκκλησίας όμως βλέπομε έναν άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ο οποίος κατηγορείται ότι πλατωνίζει και νεο-πλατωνίζει και ο οποίος μας λέγει ξεκάθαρα ότι ο Θεός δεν είναι μόνον ένα ακίνητον κινούν, αλλά είναι και κινούμενον. Δηλαδή ο Θεός όχι μόνον κινεί όλα τα άλλα, αλλά και ο ίδιος κινείται, δηλαδή ότι έχει και ένα παθητικό στοιχείο μέσα του ο Θεός. Αυτά βέβαια τα γράφει εναντίον των Αριστοτελικών και των Νεοπλατωνικών. Αυτό είναι μια τρανή απόδειξις ότι ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης δεν έχει καμμία σχέση με τον Νεοπλατωνισμό, αν και χρησιμοποιή την γλώσσα των Νεοπλατωνικών.

Αυτή η ιδέα λοιπόν ότι ο Θεός δεν είναι μόνον ακίνητον κινούν, αλλά και κινούμενον, που είναι αίρεσις για τους Νεοπλατωνικούς και Αριστοτελικούς, σημαίνει, ότι οι Πατέρες δεν φιλοσοφούν, εφ’ όσον υπερβαίνουν την αρχή της μη αντιφάσεως. Για τους Πατέρες η έκφρασις ότι ο Θεός είναι μεν ακίνητον κινούν, αλλά και κινούμενον, σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινα κατηγορήματα, τα οποία να μπορούμε να αποδώσωμε στον Θεόν, καθώς και ότι, εάν αυτό επιχειρηθή, τότε περιπίπτομε σε λογικές αντιφάσεις. Αυτή όμως η αλήθεια περί Θεού δεν προέρχεται από την φιλοσοφία, αλλά από την εμπειρία της θεώσεως. Γιατί; Διότι γνωρίζουν οι Πατέρες από την εμπειρία τους ότι τα νοήματα, που χρησιμοποιούμε για τον Θεό, καταργούνται, όταν αντικρύζωμε τον ίδιο τον Θεό, εκείνην δηλαδή την πραγματικότητα που είναι ο ίδιος ο Θεός.

Οπότε τα νοήματα περί Θεού, που χρησιμοποιούμε είναι μόνο τα μέσα για να βοηθήσουν κάποιον να δη τον Θεόν. Τότε, όταν κάποιος δη τον Θεόν, η πίστις και η ελπίς καταργούνται και μένει μόνον η αγάπη. Αυτό το λέγει ξεκάθαρα ο απόστολος Παύλος37. Η πίστις δηλαδή προς τον Θεόν μαζί με όλα τα συναφή νοήματα της, καθώς και η ελπίδα προς τον Θεό μαζί με όλα τα συναφή νοήματά της καταργούνται, όταν κανείς βλέπη τον Θεόν, που είναι η Αγάπη. Τα νοήματα αντικαθίστανται τότε από την ίδια της θέα του αγαπωμένου. Τότε ο άνθρωπος δοξάζεται, δηλαδή βλέπει τον Χριστό εν δόξη, και μετέχει στην δόξα του Χριστού. Υφίσταται μέθεξι Θεού.

Οι άνθρωποι συνήθως αντιμετωπίζουν τους συνανθρώπους των με βάση τις ήδη διαμορφωμένες γι’ αυτούς αντιλήψεις. Αντιθέτως, εκείνος που αντικρύζει τον Χριστόν κατά την εμπειρία της θεώσεως, δηλαδή εκείνος στον οποίον αποκαλύπτεται ο Χριστός με την δεδοξασμένη Θεανθρώπινη Του φύσι, δεν μπορεί να κρατήση τότε στον νου του κανένα ανθρώπινο νόημα ή προηγούμενη γνώμη, που ενδεχομένως είχε σχηματίσει για τον Χριστό, διότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως στην υλική ή άϋλη δημιουργία, τίποτε το κτιστό εκτός από το ανθρώπινο σώμα του Χριστού, που να μοιάζη με την άκτιστη πραγματικότητα της δόξης του δεδοξασμένου Χριστού, τον οποίον τώρα αντικρύζει. Απλώς δέχεται τον Χριστό όπως τον βλέπει. Ούτε να Τον περιγράψη μπορεί ούτε να μιλήση γι’ Αυτόν με αντικειμενικότητα μπορεί. Διότι δεν υπάρχουν ανθρώπινες λέξεις, που να μπορούν να περιγράψουν την άκτιστη πραγματικότητα του Χριστού, της θεϊκής φύσεως του Χριστού. Και τούτο, επειδή δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου.

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε το εξής: Η εμπειρία της θεώσεως στην Χριστιανική παράδοσι δεν έχει καμμία σχέσι με κανενός είδους έκστασι. Δεν είναι έκστασις ούτε έχει να κάνη με το λογιστικό του ανθρώπου μόνο, διότι κατά την εμπειρία της θεώσεως μετέχει όλος ο άνθρωπος και το σώμα του δηλαδή, με όλες τις αισθήσεις του εν πλήρει λειτουργία. Ο άνθρωπος, όταν βλέπη τον Χριστό εν δόξη, βρίσκεται σε κατάστασι πλήρους εγρηγόρσεως. Οπότε δεν βλέπει μόνο η διάνοια του ανθρώπου, αλλά βλέπει και το σώμα του ανθρώπου.

Αν διαβάσετε το βιβλίο του Ιώβ, θα δήτε εκεί να αναφέρεται ότι «η σαρξ του Ιώβ είδε τον Θεόν»38 . Δηλαδή μετείχε και το σώμα του Ιώβ στην όρασι της δόξης του Θεού. Αυτή είναι μία πάρα πολύ καλή Εβραϊκή παράδοσις. Κατά τη διάρκεια του δοξασμού του ανθρώπου, δηλαδή κατά την εμπειρία αυτής της θεώσεως ο άνθρωπος, το σώμα του ανθρώπου δεν χάνει την επαφή με το περιβάλλον του. Αυτό όμως υπό την προϋπόθεσι ότι ο άνθρωπος από προηγούμενες παρόμοιες εμπειρίες είχε συνηθίσει στο να βλέπη την δόξα του Θεού. Μόνο αρχικά κατά τις πρώτες εμπειρίες αποπροσανατολίζεται ο άνθρωπος και μπορεί ακόμη και προσωρινά να τυφλωθή από την υπερβολική λαμπρότητα του ακτίστου Φωτός, χωρίς όμως να χάνη τις νοερές του αισθήσεις. Νοερά σκέφτεται κανονικά, όπως σκέπτεται ο καθένας. Οι σωματικές του αισθήσεις όμως μπορούν να πάθουν μία αλλοίωση, επειδή ο άνθρωπος δεν είναι ακόμη συνηθισμένος στο άκτιστο Φως, και να τυφλωθή προσωρινά, όπως συνέβη στον απόστολο Παύλο, όταν είδε για πρώτη φορά τον δεδοξασμένο Χριστό στην πορεία του προς την Δαμασκό. Τότε δεν τυφλώθηκε με την έννοια ότι καταστράφηκαν τα μάτια του, αλλά τυφλώθηκε προσωρινά από την υπερβολή της λαμπρότητας του Φωτός, δηλαδή της δόξης του Χριστού. Και, όταν επανέκτησε τις αισθήσεις του, τότε ξαναείδε κανονικά. Δεν του συνέβη δηλαδή κανένα θαύμα και ξαναείδε. Απλώς δεν έβλεπε για ένα διάστημα, επειδή θαμπώθηκε.

Το άκτιστο Φως, όταν οράται, είναι πολύ πιο φωτεινό σε έντασι από το φως του ηλίου και διαφορετικής φύσεως από αυτό. Είναι το ίδιο το Φως της Μεταμορφώσεως. Αλλά το Φως αυτό δεν είναι καν φως, όπως το εννοούμε, όπως το γνωρίζομε εμείς το φως. Γιατί; Διότι υπερβαίνει το φως!

Ο άνθρωπος που βρίσκεται στην κατάστασι αυτή του δοξασμού, όταν παρέλθη η όρασις του Φωτός, συνεχίζει να συναναστρέφεται κανονικά με τους άλλους ανθρώπους του περιβάλλοντος του, για όσο διάστημα συνεχίζεται αυτή η θεωτική ενέργεια επάνω του. Αυτό το βλέπομε καθαρά στους βίους των Αγίων. Βλέπομε δηλαδή ότι, όταν βρίσκεται ο άνθρωπος σε υπέρ φύσιν κατάστασι, συνεχίζει να συναναστρέφεται τους άλλους γύρω του με μόνη τη διαφορά ότι δεν τρώγει, δεν πίνει, δεν κοιμάται, δεν πηγαίνει για φυσική του ανάγκη κατά την διάρκεια της καταστάσεως αυτής, διότι βρίσκεται σε υπέρ φύσιν κατάστασι και τον συντηρεί στην ζωή μόνη η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Οπότε, αν αυτή η κατάστασις διαρκέση π.χ. 40 ημέρες και 40 νύχτες, όπως συνέβη στον Μωϋσή στο όρος Σινά39, αυτός ο άνθρωπος για τόσες ημέρες και νύχτες δεν κοιμάται, δεν κουράζεται, δεν τρώει, δεν πίνει κλπ. Είναι δηλαδή ελεύθερος από τα αδιάβλητα πάθη, τα φυσικά πάθη του σώματος. Και τούτο συμβαίνει, διότι γίνεται τότε μία αναστολή της λειτουργίας του πεπτικού συστήματος καθώς και του ύπνου και ο άνθρωπος γίνεται επίγειος άγγελος. Κατά τα άλλα όμως συμπεριφέρεται όπως οι άλλοι. Περπατάει, μιλάει, συναναστρέφεται με τους άλλους, μπορεί να διδάσκη κλπ. και ταυτόχρονα να βρίσκεται και στην κατάστασι αυτή.

Στην λαϊκή παράδοσι, προ παντός στα χωριά και δη στα παληά χρόνια κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στα μέρη της Μικράς Ασίας, έχομε περιγραφές, που ο παπάς του χωριού βρέθηκε σε τέτοια κατάστασι κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Όμως συνέχισε να διαβάζη, να ψάλλη, να κάνη τις εκφωνήσεις, να λέγη τις προσευχές και να τελειώνη την ακολουθία. Γιατί; Διότι, ναι μεν κατά την εμπειρία της θεώσεως σταματάει η νοερά ευχή, η αδιάλειπτος δηλαδή καρδιακή προσευχή, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι υποχρεωτικά σταματάει η λογική λατρεία, δηλαδή η λογική προσευχή, η προσευχή που γίνεται με το μυαλό, με την διάνοια, εφ’ όσον αυτή γίνεται για την κατήχησι των άλλων. Βέβαια για τον ίδιο τον παπά, που έρχεται σε θέωσι κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, δεν χρειάζεται πλέον η λογική προσευχή, χρειάζεται όμως για τους άλλους που παρακολουθούν την Λειτουργία. Έτσι ο παπάς συνεχίζει να τελή την Θεία Λειτουργία και να την τελειώνη.

Αυτές τις περιγραφές της λαϊκής παραδόσεως μερικοί σημερινοί σνομπ θεολόγοι του Πανεπιστημίου τις κοροϊδεύουν, χωρίς να ξέρουν ότι σ’ αυτά τα θέματα η λαϊκή παράδοσις είναι μέσα στα πλαίσια των εμπειριών του φωτισμού και της θεώσεως, για τις οποίες υπάρχει από πίσω μία ολόκληρη Πατερική παράδοσις, που μας ερμηνεύει θεολογικά αυτά τα φαινόμενα.

Λοιπόν βλέπομε ότι σ’ αυτά τα φαινόμενα δεν έχομε καμμία ταύτισι με τις εκστάσεις των Νεοπλατωνικών, ακόμη και της Μέσης Πλατωνικής Σχολής, αν λάβωμε υπ’ όψιν όσα λέγει ο άγιος και μάρτυς Ιουστίνος ο Φιλόσοφος σαν κλειδί της ερμηνείας της διδασκαλίας της Μέσης Πλατωνικής Σχολής. Διότι υπάρχει η άποψις, μεταξύ των ιστορικών της φιλοσοφίας ότι ο Πλατωνισμός δεν είναι θρησκεία, αλλά ότι ο Πλατωνισμός θρησκειοποιείται με τον Νεοπλατωνισμό, από τον Πλωτίνο δηλαδή και τους μαθητές του.

Εάν όμως διαβάσωμε τον Ιουστίνο μάρτυρα, εκεί στον «Διάλογο προς Τρύφωνα», στην αρχή του περιγράφει ο άγιος Ιουστίνος πως έγινε ο ίδιος οπαδός της Πλατωνικής φιλοσοφίας, πως βρήκε έναν Πλατωνικό φιλόσοφο, ο οποίος ανέλαβε να τον διδάξη και ότι περίμενε από στιγμή σε στιγμή να δη τον Θεό! Αυτό σημαίνει ότι ο Ιουστίνος μάρτυς, που έζησε αρκετό καιρό πριν από την εμφάνισι της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, ησχολείτο με πνευματική γυμναστική, με πνευματικά γυμνάσματα, και πίστευε ότι δι’ αυτών από στιγμή σε στιγμή θα πάθαινε μία έκστασι και ότι έτσι θα έβλεπε τον Θεόν!

Αυτό σημαίνει ότι ο διδάσκαλός του δεν ήταν ένας απλός φιλόσοφος, αλλά μάλλον ένα είδος πνευματικού πατέρα-καθοδηγητή, γκουρού θα λέγαμε σήμερα, ο οποίος τον ωδηγούσε σε θρησκευτικές εμπειρίες, που για μας δεν είναι παρά δαιμονικές εμπειρίες. Στους ησυχαστές θεολόγους γίνεται μεγάλη συζήτησις γύρω από αυτά τα θέματα. Έτσι βλέπομε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά να κατηγορή τις εκστατικές εμπειρίες των Πλατωνικών ως δαιμονικές. Σήμερα, επειδή αυτή η ορολογία, η λέξις «δαιμονικές», δεν χτυπάει σε μερικούς καλά στ’ αυτιά τους, μπορούν να την αντικαταστήσουν με την λέξι παραισθητικές ή παραψυχολογικές, σύμφωνα με την σημερινή ορολογία της Ψυχιατρικής ή της Παραψυχολογίας, διότι είναι πράγματι παραισθήσεις αυτά τα πράγματα, που παθαίνουν όσοι επιζητούν την έκστασι. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας όμως όλα αυτά είναι καθαρά δαιμονικά φαινόμενα.